οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: θουρήεις | Medium diacritics: θουρήεις | Low diacritics: θουρήεις | Capitals: ΘΟΥΡΗΕΙΣ |
Transliteration A: thourḗeis | Transliteration B: thourēeis | Transliteration C: thourieis | Beta Code: qourh/eis |
θουρήεσσα, θουρήεν,= θουραῖος, Id.
[Seite 1215] εσσα, εν, geil, Hesych.
θουρήεις: εσσα, εν, = θουραῖος, Ἡσύχ.
θουρήεις, -εσσα, -εν (Α)
βλ. θουραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θούρος + επίθημα –ήεις (πρβλ. βομβήεις, ολβήεις, φθογγήεις].