ὑπεκλύω

From LSJ
Revision as of 10:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκλύω Medium diacritics: ὑπεκλύω Low diacritics: υπεκλύω Capitals: ΥΠΕΚΛΥΩ
Transliteration A: hypeklýō Transliteration B: hypeklyō Transliteration C: ypeklyo Beta Code: u(peklu/w

English (LSJ)

loosen or weaken a little, τὴν γνώμην Plu.Nic.14; τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς J.BJ7.8.5; τὸν τῆς ὁλκῆς τόνον Sor.2.61 (prob.); ἐπὶ συνουσίαν ὁρμάς Ps.-Dsc.1.103; [ὁ οἶνος] στρατηγοὺς τῆς φρονήσεως ὑπεκλύει Sch.Il.6.260; weaken the force of, τὸν λόγον A.D.Synt.224.4:—Pass., cease, become weaker and weaker, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Hp.Mul.1.25; οἶνος Sch.Ar.V.151; ὑπεκλυομένην ἴσχει τὴν ταραχήν S.E.M.11.214, cf. Sor.2.11: c. gen., to be freed from, τινος A.D.Synt.41.11.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. λύω), von unten od. heimlich loslassen; ein wenig entkräften, Hippocr. im pass.; ὑπεκλυομένη ταραχή S. Emp. adv. eth. 214.

French (Bailly abrégé)

relâcher ou affaiblir peu à peu ; Pass. se relâcher ou s'affaiblir peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἐκλύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκλύω: (исподволь или несколько) ослаблять, подрывать (τὴν γνώμην τινός Plut.): ἡ ὑπεκλυομένη ταραχή Sext. полное расстройство.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκλύω: ἐκλύω, χαλαρώνω ἢ ἐξασθενῶ κατὰ μικρόν, τὴν ῥώμην Πλουτ. Νικ. 14· τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 5· ὑπ. τινὰ τῆς φρονήσεως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ζ. 260. ― Παθ., κατὰ μικρὸν παύομαι, λήγω, γίνομαι συνεχῶς ἀσθενέστερος, παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Ἱππ. 600. 26· οἶνος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· ἡ ταραχὴ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 214.

Greek Monolingual

Α
1. χαλαρώνω ή εξασθενίζω κάπως («τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς ὑπεκλύειν», Ιώσ.)
2. μέσ. ὑπεκλύομαι
γίνομαι όλο και πιο ασθενής, εξασθενίζω βαθμιαία («παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκλύω «λύνω, απαλλάσσω, χαλαρώνω, εξασθενίζω»].

Greek Monotonic

ὑπεκλύω: μέλ. -λύσω, χαλαρώνω ή εξασθενώ, αδυνατίζω σταδιακά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -λύσω
to loosen or weaken gradually, Plut.