ἀστρονομικός

From LSJ
Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρονομικός Medium diacritics: ἀστρονομικός Low diacritics: αστρονομικός Capitals: ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: astronomikós Transliteration B: astronomikos Transliteration C: astronomikos Beta Code: a)stronomiko/s

English (LSJ)

ἀστρονομική, ἀστρονομικόν,
A skilled in astronomy, Pl.R. 530a, etc.; ἀστρονομικώτατον ἡμῶν Id.Ti.27a; τὰ ἀστρονομικά Theophrastus Sign.I: Comp. ἀστρονομικώτερος Str.1.2.24. Adv. ἀστρονομικῶς Poll.4.16.
II of questions, pertaining to astronomy, Pl.Prt. 315c.
III name of ninth sign of ἀποτελεσματογραφία, Paul.Al.M.4.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1relativo a la astronomía περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt.315c.
2 versado en la astronomía ἀστρονομικὸν ... ὄντα οὐκ οἴει ταὐτὸν πείσεσθαι Pl.R.530a, cf. Ti.27a, Nic.Dam.3, Eudox.Fr.16
subst. en plu. τὰ ἀστρονομικά la astronomía Thphr.Sign.1
neutr. sg. compar. como adv. ἀστρονομικώτερον νομίσας dando una explicación demasiado astronómica Str.1.2.24.
II subst. τὸ ἀ. n. del noveno signo del horóscopo Paul.Al.63.6.
III adv. -ῶς como alguien versado en astronomía Poll.4.16.

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, Sternkundiger, Plat. Theaet. 145 a; im superlat. Tim. 27 a; τά, was sich auf die Sternkunde bezieht, Prot. 315 c. – Adv. -ικῶς, Poll. 4, 155.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l'astronomie;
2 versé dans l'astronomie.
Étymologie: ἀστρονομία.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρονομικός:
1 астрономический Plat.;
2 сведущий в астрономии Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρονομικός: -ή, -όν, εἰδήμων τῆς ἀστρονομίας, τὸν τῷ ὄντι ἀστρονομικόν ὄντα Πλάτ. Πολ. 530Α, κτλ.· ἅτε ὄντα ἀστρονομικώτατον ὁ αὐτ. Τίμ. 27Α: τὰ ἀστρονομικά, τὰ τὴν ἀστρονομίαν ἀφορῶντα, Πρωτ. 315C: ― Ἐπίρρ. ἀστρονομικῶς Πολυδ. Δ΄, 16, ὑπερθ. ἀστρονομικώτατα Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. ΙΙ. ἐπὶ ζητημάτων ἀνηκόντων εἰς τὴν ἀστρονομίαν, Πλάτ. Πρωτ. 315C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀστρονομικός, -ή, -όν) αστρονομία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστρονομία
νεοελλ.
υπερβολικός, υπέρμετρος
αρχ.
ο ειδικός στην αστρονομία.

Greek Monotonic

ἀστρονομικός: -ή, -όν, ειδικευμένος στην αστρονομία, αυτός που σχετίζεται με την αστρονομία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀστρονόμος
skilled in astronomy, pertaining to astronomy, Plat.