ἐπιίστωρ

From LSJ
Revision as of 10:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιίστωρ Medium diacritics: ἐπιίστωρ Low diacritics: επιίστωρ Capitals: ΕΠΙΙΣΤΩΡ
Transliteration A: epiístōr Transliteration B: epiistōr Transliteration C: epiistor Beta Code: e)pii/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ,
A privy to a thing: c.gen., μεγάλων ἔργων ἐ. privy to great works (i.e. the robbery of the mares), Od.21.26; so τεῶν μύθων ἐ. A.R.4.89: abs., ib.16.
2. acquainted with, practised in, δίσκων, γεωμετρίης, AP11.371 (Pall.), App.Anth.7.2 (Euc.); σοφίης IG3.946, cf. Doroth.in Cat.Cod.Astr.2.172.

German (Pape)

[Seite 944] ορος, der um Etwas weiß, kundig, erfahren; bei Hom. einmal, Odyss. 21, 26, φῶθ' Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων, den großer Thaten kundigen, entweder = den Vollbringer großer, tapferer Thaten, oder = den Mitwisser eines Verbrechens, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 109. – Sp. D., z. B. δίσκων Pallad. 27 (XI, 371, vgl. XV, 13); θήρης Qu. Sm. 5, 203; mitwissend, Ap. Rh. 4, 16; Zeuge, 4, 87.

English (Autenrieth)

ορος (root ϝιδ): conscious of, accomplice in, Od. 21.26†.

Greek Monolingual

ἐπιίστωρ, ο (Α)
1. μυημένος σε κάτι, γνώστης, έμπειρος, ειδήμων («μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων», Ομ. Οδ.)
2. επιστήμονας («σοφίης ἐπιίστορα πάσης», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίστωρ, το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (Fιδ-) του θέματος Fειδ- του ρ. oίδα «γνωρίζω»].

Greek Monotonic

ἐπιίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ,
1. μυημένος σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
2. ειδήμων, έμπειρος σε κάτι, με γεν., σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπι-ίστωρ, ορος,
1. privy to a thing, c. gen., Od.
2. acquainted with, practised in a thing, c. gen., Anth.