ἐπιγαμέω
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
marry besides, ἐ. πόσει πόσιν wed one husband after another, E.Or.589; τῇ θυγατρὶ ἐ. τὴν μητέρα marry the mother after the daughter, And.1.128; ἐ. τέκνοις μητρυιάν marry and set a stepmother over one's children, E.Alc.305, cf. Plu.Cat.Ma. 24; ἡ ἐπιγαμηθεῖσα γυνή the second wife, D.S.16.93, cf. Plu.Them. 32.
German (Pape)
[Seite 931] (s. γαμέω), dazu, d. i. eine zweite Frau heirathen; ἐκ τῆς ἐπιγαμηθείσης γενόμενος, von der zweiten Frau, Plut. Them. 32; ἐπέγημε τῇ θυγατρὶ τὴν μητέρα, er heirathete außer der Tochter noch die Mutter dazu, Andoc. 1, 128; auch von der Frau, πόσει πόσιν, noch einen zweiten Gatten heirathen, Eur. Or. 589; bes. den Kindern der ersten Ehe eine Stiefmutter durch eine zweite Heirath zubringen, μἠπιγήμῃς τοῖσδε μητρυιὰν τέκνοις Eur. Alc. 305; τοῖς εὐηλίκοις παισί τινα Plut. Cat. mai. 24; Compar. Arist. et Cat. 6; vgl. D. Sic. 16, 93.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 épouser une seconde femme;
2 donner une belle-mère : τέκνοις EUR, παισί PLUT à ses enfants.
Étymologie: ἐπί, γαμέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγαμέω: вступать во второй брак: ἡ ἐπιγαμηθεῖσα и ἐπιγεγαμημένη Plut. вторая жена; ἐ. πόσει πόσιν Eur. вторично выходить замуж; ἐ. μητρυιὰν τοῖς τέκνοις Eur. вводить в дом мачеху для своих детей.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγᾰμέω: μέλλ. Ἀττ. ὡς ὁ ἐνεστ. -γᾰμῶ, μεταγ. -γαμήσω:-δεύτερον γάμον ποιοῦμαι, ἔρχομαι εἰς δεύτερον γάμον, οὐ γὰρ ἐπεγάμει πόσει πόσιν Εὐρ. Ὀρ. 589· ἐπ. τὴν μητέρα τῇ θυγατρί, νυμφεύομαι τὴν μητέρα μετὰ τὴν θυγατέρα, Ἀνδοκ. 16. 46· ἐπ. τέκνοις μητρυιάν, νυμφεύομαι καὶ εἰσάγω μητρυιὰν εἰς τὰ τέκνα μου, Εὐρ. Ἄλκ. 305, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Πρεσβύτ. 24· ἡ ἐπιγαμηθεῖσα, ἡ δευτέρα σύζυγος, Διόδ. 16. 93, Πλουτ. Θεμ. 32.
Greek Monotonic
ἐπιγᾰμέω: μέλ. -γαμέσω, Αττ. -γᾰμῶ· κάνω δεύτερο γάμο, ἐπ. πόσει πόσιν, παντρεύομαι ένα σύζυγο μετά από κάποιον άλλο, σε Ευρ.· ἐπ. τέκνοις μητρυιάν, νυμφεύομαι και φέρνω μητριά στα παιδιά μου, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -γαμέσω attic -γᾰμῶ
to marry besides, ἐπ. πόσει πόσιν to wed one husband after another, Eur.; ἐπ. τέκνοις μητρυιάν to marry and set a step-mother over one's children, Eur.