ἀπαραπόδιστος
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ἀπαραπόδιστον, free from embarrassment or interference, Arr.Epict.1.1.10, al., BGU 1124.44 (i B. C.); ὁρμή Hld.3.13; clear, διάνοια Hices. ap. Ath.15.689c. Adv. ἀπαραποδίστως Arr.Epict.2.13.21, S.E.M.1.178, PLond.3.1168.12 (i A. D.), Gal.4.725.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene impedimento, sin impedimento, sin tropiezo εὐστάθεια LXX 3Ma.6.28, cf. BGU 1124.24 (I a.C.)
•desembarazado, libre de estorbos σωμάτιον Arr.Epict.1.1.10, ὁρμή Hld.3.13.2, cf. S.E.M.1.147
•compar. como adv. ἀπαραποδιστότερον ἂν γένοιτο resultaría más fácil Ptol.Iudic.7.14.
2 despejado, despierto διάνοια Hices. en Ath.689c.
II adv. -ως desembarazadamente, sin interferencias, sin trabas, PLond.3.1168.12 (I d.C.), IFayoum 114.29 (I a.C.), PMich.583.20, Arr.Epict.2.13.2, S.E.M.1.178, Gal.4.725.
German (Pape)
[Seite 279] ungehindert, τὴν διάνοιαν ἀπ. φυλάσσει Hiees. Ath. XV, 680 c; Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραπόδιστος: беспрепятственный, не стесненный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραπόδιστος: -ον, ἀνεμπόδιστος, καθαρός, διαυγής, διάνοια Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 689C· ὁρμὴ Ἡλιόδ. 3. 13. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 13, 21, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178.
Greek Monolingual
ἀπαραπόδιστος, -ον (Α) παραποδίζω
1. απαλλαγμένος από εμπόδιο ή δυσκολία, ανεμπόδιστος
2. διαυγής, καθαρός.