δρῶπαξ

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῶπαξ Medium diacritics: δρῶπαξ Low diacritics: δρώπαξ Capitals: ΔΡΩΠΑΞ
Transliteration A: drō̂pax Transliteration B: drōpax Transliteration C: dropaks Beta Code: drw=pac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, (δρέπω) pitch-plaster, Hp.Ep.19 (Hermes 53.71), Gal.6.416, Dsc.Eup.1.233, Archig. ap. Aët.3.180:—also neut. pl. δρώπακα (sc. φάρμακα), Gal.18(2).894. [ᾰ in Lat. gen., Mart.3.74, 10.65.]

German (Pape)

[Seite 670] ακος, ὁ (δρέπω), Pechmütze, um Haare auszuziehen, Medic., vgl. Martial. 3, 74. 10, 65.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
sorte d'emplâtre de résine, onguent pour épiler.
Étymologie: DELG cf. δρέπω.

Russian (Dvoretsky)

δρῶπαξ: ᾰκος ὁ дропак (смолистое вещество, служившее для удаления волос) Mart.

Greek (Liddell-Scott)

δρῶπαξ: -ακος, ὁ, (δρέπω) ἔμπλαστρον ἐκ πίσσης, Συνέσ. 75D, Γαλην. [ᾰ ἐν τῇ γενικῇ, Μαρτιάλ. 3. 74., 10. 65).

Greek Monolingual

δρῶπαξ, ο (AM)
1. έμπλαστρο από πίσσα ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για αποψίλωση, αποτριχωτική αλοιφή
2. άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, κίναιδος.

Greek Monotonic

δρῶπαξ: -ᾰκος, ὁ (δρέπω), έμπλαστρο από πίσσα.

Frisk Etymological English

See also: s. δρέπω.

Middle Liddell

δρῶπαξ, ακος, n δρέπω
a pitch-plaster.

Frisk Etymology German

δρῶπαξ: {drō̃paks}
See also: s. δρέπω.
Page 1,422