μυοκτόνος
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
μυοκτόνον, (κτείνω)
A of mouse-killing, τρόπαιον Batr.159.
II Subst. μυοκτόνος, ὁ, = μυοφόνον, Nic. Al.36, 305.
German (Pape)
[Seite 218] Mäuse tödtend; Batrach. 161; ἀκόνιτον, Nic. Al. 36. 305.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
μυοκτόνος: знаменующий избиение мышей (τρόπαιον Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
μυοκτόνος: -ον, (κτείνω) = μυοφόνος, Βατραχομυομ. 159· ὁ μυοκτόνος, φυτόν τι, εἶδος ἀκονίτου, Νικ. Ἀλεξιφ. 36. 305.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ μυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο
φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοκτόνος
είδος του φυτού ακονίτου, το μυοφόνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «ποντικός» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.
Greek Monotonic
μυοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει ποντίκια, σε Βατραχομ.