λευκοφαής

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοφᾰής Medium diacritics: λευκοφαής Low diacritics: λευκοφαής Capitals: ΛΕΥΚΟΦΑΗΣ
Transliteration A: leukophaḗs Transliteration B: leukophaēs Transliteration C: lefkofais Beta Code: leukofah/s

English (LSJ)

λευκοφαές, white-gleaming, ψάμαθος E.IA1054 (lyr.); αὐγά prob. in Id.Hyps. Fr.3(1)ii 4 (lyr.); αὐχήν Nonn. D. 15.232; cf. λευκόφαιος.

German (Pape)

[Seite 35] ές, weiß, hell, leuchtend; ψάμαθος, Eur. I. A. 1054; αὐχήν, Nonn. D. 15, 231.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
éclatant de blancheur, brillant.
Étymologie: λευκός, φάος.

Russian (Dvoretsky)

λευκοφαής: ослепительно-белый (ψάμαθος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκοφαής: -ές, λευκός, φωτεινός, λαμπρός, ψάμαθος Εὐρ. Ι. Α. 1054.

Greek Monolingual

λευκοφαής (Α)
λευκός, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -φαής (< φάος τὸ «φως, λάμψη»)].

Greek Monotonic

λευκοφαής: -ές (φάος), λευκός, φωτεινός, λαμπρός, εκτυφλωτικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

λευκο-φαής, ές φάος
white-gleaming, Eur.