ἐπεκβαίνω

From LSJ
Revision as of 11:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεκβαίνω Medium diacritics: ἐπεκβαίνω Low diacritics: επεκβαίνω Capitals: ΕΠΕΚΒΑΙΝΩ
Transliteration A: epekbaínō Transliteration B: epekbainō Transliteration C: epekvaino Beta Code: e)pekbai/nw

English (LSJ)

go out upon, disembark, ἐς γῆν Th.8.105: abs., Id.1.49: c. acc., ἐ. χέρσον, of waves, go out over, AP7.393 (Diocl., χέρσῳ cod.), 9.276 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 913] (s. βαίνω), noch dazu, hinterher aussteigen, ἐς τὴν γῆν Thuc. 8, 105; Sp.; χέρσον, austreten aufs Land, von Wellen, Crinag. 31 (IX, 276).

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἐπεξέβην;
sortir pour aller sur, descendre (à terre).
Étymologie: ἐπί, ἐκβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεκβαίνω: (aor. 2 ἐπεξέβην)
1 выходить, высаживаться (ἐς τὴν γῆν Thuc.);
2 (о волнах), заливать, захлестывать, (χέρσον и χέρσῳ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεκβαίνω: ἐκβαίνω εἴς τι, ἐς τὴν γῆν ἐπεξέβησαν Θουκ. 8. 105· ἀπολ., ὁ αὐτὸς 1. 49: - μετ’ αἰτιατ., χέρσον, ἐπεκβαίνειν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀνθ. Παλ. 9. 276.

Greek Monolingual

ἐπεκβαίνω (AM)
μσν.
(για χρόνο) περνώ
αρχ.
1. αποβιβάζομαι («ἐς τὴν γῆν ἐπεξέβησαν», Θουκ.)
2. (με αιτ.) (για κύμα) βγαίνω έξω στην ακτή.

Greek Monotonic

ἐπεκβαίνω: μέλ. -εκβήσομαι, αόρ. βʹ -εξέβην, εξέρχομαι, βγαίνω σε, αποβιβάζω, ξεμπαρκάρω, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. -εκβήσομαι aor2 -εξέβην
to go out upon, disembark, Thuc.