Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυκαρπία

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκαρπία Medium diacritics: πολυκαρπία Low diacritics: πολυκαρπία Capitals: ΠΟΛΥΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: polykarpía Transliteration B: polykarpia Transliteration C: polykarpia Beta Code: polukarpi/a

English (LSJ)

ἡ, abundance of fruit, IG12.76.45, X.Mem.3.14.3, Thphr. CP 4.8.1, Sammelb.6944.14 (Edict. Hadriani), Sm.Ps.64(65).10.

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, Reichthum an Früchten; Xen. Mem. 3, 14, 3; Gegensatz ἀκαρπία, Plut. consol. Apoll. p. 319.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
abondance de fruits.
Étymologie: πολύκαρπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκαρπία -ας, ἡ [πολύκαρπος] rijke oogst.

Russian (Dvoretsky)

πολυκαρπία:обилие плодов, многоплодие Xen., Plut.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πολύκαρπος
1. αφθονία καρπών
2. ευφορία, γονιμότηταὅταν... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», Ξεν.)
νεοελλ.
φαινόμενο κατά το οποίο ένα φυτό ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Greek Monotonic

πολῠκαρπία: αφθονία σε φρούτα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρπῶν, εὐκαρπία, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 3, Θεόφρ., κτλ.

Middle Liddell

πολῠκαρπία, ἡ,
abundance of fruit, Xen. [from πολύκαρπος

English (Woodhouse)

fruitfulness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)