πρωτουργός

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτουργός Medium diacritics: πρωτουργός Low diacritics: πρωτουργός Capitals: ΠΡΩΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: prōtourgós Transliteration B: prōtourgos Transliteration C: protourgos Beta Code: prwtourgo/s

English (LSJ)

πρωτουργόν, primary, κινήσεις Pl.Lg.897a, cf. Iamb.Myst.1.5, al.; ἔρωτος ἀρχή Procl.in Alc. p.32 C.; ζωή Iamb.Protr.3, cf. Jul.Or. 4.150b.

German (Pape)

zuerst machend, bewirkend, κινήσεις, die ersten, ursächlichen, Plat. Legg. X.897a.

Russian (Dvoretsky)

πρωτουργός: первоначальный, первичный (κίνησις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ πρῶτος ἐνεργήσας τι, ὁ πρῶτος αἴτιος ἔργου τινός, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Πρόκλ., κλπ.

Greek Monolingual

-ό / πρωτουργός, -όν, ΝΑ
αυτός που πρώτος δημιουργεί ή δημιούργησε κάτι, που πρώτος κάνει ή έκανε κάτι, ο πρωτεργάτης
νεοελλ.
συνεκδ. ο πρώτος αίτιος, ο πρωταίτιος
αρχ.
αρχικός, αρχέγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ουργός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτουργός -όν [πρῶτος, ἔργον] als eerste werkend, primair:. πρωτουργοὶ κινήσεις primaire bewegingen Plat. Lg. 897a.