ἡβητήριον

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβητήριον Medium diacritics: ἡβητήριον Low diacritics: ηβητήριον Capitals: ΗΒΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: hēbētḗrion Transliteration B: hēbētērion Transliteration C: ivitirion Beta Code: h(bhth/rion

English (LSJ)

τό, a place where young people meet, for exercise and amusement, Plu.Pomp.40,53, Ath.10.425e, D.C.61.17, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1149] τό, Versammlungsort junger Leute, gew. der Vergnügungsort, Lustort, Plut. Pomp. 40. 53; Ath. X, 438 b (Her. hat dafür ἐνηβητήριον), der auch ibd. 425 e bemerkt, daß die συμπόσια so genannt werden; aber auch zu wissenschaftlichen Uebungen, παιδευτήριον, Suid.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de réunion et de divertissement pour la jeunesse.
Étymologie: ἡβάω.

Russian (Dvoretsky)

ἡβητήριον: τό гебетерий, место для собраний и увеселений молодежи Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβητήριον: τό, τόπος ἔνθα νέοι συνερχόμενοι ἤσθιον, ἔπινον, ἠσκοῦντο καὶ διεσκέδαζον, Πλούτ. Πομπ. 40. 53, πρβλ. Ἀθήν. 425E, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡβητήριον, τὸ (Α) ηβητήρ
1. τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι έφηβοι για γυμναστική ή διασκέδαση, παιχνίδι
2. συμπόσιο.

Greek Monotonic

ἡβητήριον: τό, μέρος στο οποίο συναντώνται οι νέοι για να φάνε και να πιουν, για να ασκηθούν και να ψυχαγωγηθούν, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἡβητήριον, ου, τό,
a place where young people meet, to eat and drink, exercise and amuse themselves, Plut. [from ἡβητής