δίσκουρα

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίσκουρα Medium diacritics: δίσκουρα Low diacritics: δίσκουρα Capitals: ΔΙΣΚΟΥΡΑ
Transliteration A: dískoura Transliteration B: diskoura Transliteration C: diskoura Beta Code: di/skoura

English (LSJ)

τά, (οὖρος) quoit's cast, as a measure of distance, ἐς δίσκουρα λέλειπτο Il.23.523:—also δισκούρια, Hsch.

Spanish (DGE)

-ων, τά
• Alolema(s): δισκούρια Hsch.
tiro de disco ἐς δ. tanto como un tiro de disco, Il.23.523, cf. Apollon.Lex.986, Hsch.

German (Pape)

[Seite 643] τά (οὖρον), die Wurfweite des Diskus; Homer einmal, Iliad. 23, 523 ἐς δίσκουρα λέλειπτο, auf Wurfweite war er zurückgeblieben; vgl. vs. 431, wo statt δίσκουρα aufgelös't δίσκου οὖρα steht, s. Scholl. Aristonic. u. Herodian. zu vs. 523 u. Apoll. Lex. Hom. p. 59, 13. Vgl. ἐπίουρα. – Bei Hesych. δισκούρια.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
portée du disque : ἐς δίσκουρα IL à la distance d'un jet de disque.
Étymologie: δίσκος, οὖρον.

Russian (Dvoretsky)

δίσκουρα: τά расстояние брошенного диска Hom.

Greek (Liddell-Scott)

δίσκουρα: τά, (οὖρος) δίσκου βολή, ὡς μέτρον ἀποστάσεως, ἐς δίσκουρα λέλειπτο Ἰλ. Ψ. 523· ἀναλυόμενον εἰς τὸ δίσκου οὖρα αὐτόθι 431· πρβλ. οὖρον.

Greek Monolingual

δίσκουρα, τα (Α)
βολή δίσκου ως μέτρο αποστάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίσκου ούρα, πληθ. του ούρου «διάστημα, απόσταση»].

Greek Monotonic

δίσκουρα: τά (οὖρος), βολή, ρίξιμο δίσκου, ως μέτρο απόστασης, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δίσκ-ουρα, τά, n οὖρος
a quoit's cast, as a measure of distance, Il.