νικητής
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
νικητοῦ, ὁ, winner in games, CIG5035 (Nubia, iii A.D.); conqueror, Eust.157.1; of the Emperor Julian, SIG906B (Magn. Mae., iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 256] ὁ, der Sieger, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκητής: -οῦ, ὁ, (νικάω) ὡς καὶ νῦν, ὁ νικήσας, Εὐστ. 118. 42· ἐν Ἀττικῇ τινι ἐπιγραφῇ φέρεται νεικητής, Συλλ. Ἐπιγρ. 269. 10. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
Greek Monolingual
ο, θηλ. νικήτρια και νικήτρα (ΑΜ νικητής, θηλ. νικήτρια, Μ θηλ. και νικήτρα) νικώ
αυτός που κερδίζει ή κέρδισε αγώνα οποιουδήποτε είδους, αυτός που νίκησε σε μάχη ή αγώνα εναντίον εχθρού ή αντιπάλου (α. «ο νικητής τών εκλογών» β. «αρμονία βγαλμένη απ' τους... ύμνους τών νικητών», Ζερβ.)
μσν.
1. τίτλος βασιλέων και αυτοκρατόρων, όπως π.χ. του Ιουλιανού
2. ο κατακτητής.