ἀντώπιος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ἀντώπιον, = ἀντωπός, A.R.4.729, Man.4.336, Nonn. D. 5.485, al.: c. gen., 5.78: c. dat., 33.184.
Spanish (DGE)
-ον
que mira de frente αἴγλη A.R.4.729, Nonn.D.5.485, φέγγεα Man.4.336
•c. gen. πύλη ἀντώπιος Ἠοῦς Nonn.D.5.78
•c. dat. βολαῖς ἀ. Ἠοῦς Nonn.D.22.150, 33.184.
German (Pape)
[Seite 265] = ἀντωπός, Ap. Rh. 4, 728; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντώπιος: ον = ἐνώπιος, ον, κατὰ πρόσωπον, ἀπέναντι, πατρὸς ὀπιπευτῆρος Ἔρως ἀντώπιος Νόνν. Δ. 7. 193· πυρσοτόκον νάρθηκα λαβὼν ἀντώπιον ἠοῦς ἠελίῳ θέρμηνεν αὐτόθι 23. 256, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 729.
Greek Monolingual
ἀντώπιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωπιος < ωπ- (< -ωψ, -ωπός < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + -ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)].