καταλιμπάνω

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλιμπάνω Medium diacritics: καταλιμπάνω Low diacritics: καταλιμπάνω Capitals: ΚΑΤΑΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: katalimpánō Transliteration B: katalimpanō Transliteration C: katalimpano Beta Code: katalimpa/nw

English (LSJ)

= καταλείπω, Hp.Mul.1.78, Th.8.17, Antiph.35, PPetr.3pp.4,12 (iii B.C.), LXX Ge.39.16, Ocell.4.13, etc.

German (Pape)

[Seite 1360] = καταλείπω; Antiphan. bei Ath. XV, 690 a u. Machon ib. VIII, 341 c; Plat. Ep. IX, 358 a u. sonst.

French (Bailly abrégé)

c. καταλείπω.
Étymologie: κατά, λιμπάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλιμπάνω [καταλείπω] achterlaten.

Russian (Dvoretsky)

καταλιμπάνω: (только praes.) Plat. = καταλείπω.

Greek Monolingual

(AM καταλιμπάνω)
εγκαταλείπω, αφήνω
νεοελλ.
(για διαθήκη ή άλλο έγγραφο που παρέχει δικαιώματα) ακυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιμπάνω «εγκαταλείπω»].

Greek Monotonic

καταλιμπάνω: = καταλείπω, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καταλιμπάνω: καταλείπω, Ἱππ. 627. 28, Θουκ. 8. 17, Ἀντιφῶν ἐν «Ἀντ.»2.

Middle Liddell

= καταλείπω, Thuc.]