τριπιθήκινος

From LSJ
Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπῐθήκῐνος Medium diacritics: τριπιθήκινος Low diacritics: τριπιθήκινος Capitals: ΤΡΙΠΙΘΗΚΙΝΟΣ
Transliteration A: tripithḗkinos Transliteration B: tripithēkinos Transliteration C: tripithikinos Beta Code: tripiqh/kinos

English (LSJ)

η, ον, thrice or throughly apish, ῥύγχος AP11.196 (Lucill.).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
trois fois aussi laid qu'un singe.
Étymologie: τρεῖς, πίθηκος.

German (Pape)

dreimal, d.i. sehr affenmäßig, ῥύγχος, Lucill. 35 (XI.196).

Russian (Dvoretsky)

τρῐπῐθήκῐνος: трижды, т. е. вполне обезьяний (ῥύγχος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, ὅλως πιθηκοειδής, ῥύγχος ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, οἷον ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196.

Greek Monolingual

-ηκίνη, -ον, Α
τελείως πιθηκοειδήςῥύγχος ἔχουσα Βιτώ τριπιθήκινον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + πίθηκος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

Greek Monotonic

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρεις φορές ή ολότελα πιθηκοειδής, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐ-πῐθήκῐνος, η, ον
thrice or thoroughly apish, Anth.