Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλυτόκαρπος

From LSJ
Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτόκαρπος Medium diacritics: κλυτόκαρπος Low diacritics: κλυτόκαρπος Capitals: ΚΛΥΤΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: klytókarpos Transliteration B: klytokarpos Transliteration C: klytokarpos Beta Code: kluto/karpos

English (LSJ)

κλυτόκαρπον, glorious with fruit, κ. στέφανοι Pi.N.4.76.

German (Pape)

[Seite 1457] durch schöne Früchte berühmt, στέφανος Pind. N. 4, 76, des Ruhmes Fruchtkränze.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits renommés, fig. glorieux par ses fruits.
Étymologie: κλυτός, καρπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυτόκαρπος -ον [κλυτός, καρπός] beroemd om zijn vruchten.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτόκαρπος: славный своими плодами (στέφανος Pind.).

English (Slater)

κλῠτόκαρπος with glorious fruit met. οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.76)

Greek Monolingual

κλυτόκαρπος, -ον (Α)
ονομαστός για τον καρπό του («κλυτοκάρπων... στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + καρπός (πρβλ. αριστό-καρπος, λεπτό-καρπος)].

Greek Monotonic

κλῠτόκαρπος: -ον, ένδοξος για τα φρούτα του, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόκαρπος: -ον, ἔνδοξος, πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. στέφανος Πινδ. Ν. 4. 124.

Middle Liddell

κλῠτό-καρπος, ον
glorious with fruit, Pind.