μιλτεῖον
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
τό, vessel for storing μίλτος, AP6.205 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 186] τό, Gefäß mit aufgelös'tem Mennig, Röthel, Leon. Tar. 4 (VI, 205).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour le minium ou le vermillon.
Étymologie: μίλτος.
Russian (Dvoretsky)
μιλτεῖον: τό сосуд для красной краски (сурика, охры или киновари) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μιλτεῖον: τό, ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐτίθετο μίλτος, Ἀνθ. Π. 6. 205.
Greek Monolingual
μιλτεῖον, τὸ (Α) μίλτος
αγγείο κατάλληλο για φύλαξη μίλτου.
Greek Monotonic
μιλτεῖον: τό, δοχείο για διατήρηση της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται μίλτος, σε Ανθ.