προκαθοράω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
examine beforehand, reconnoitre, νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας Hdt. 8.23.
German (Pape)
[Seite 727] (s. ὁράω), vorher besehen, untersuchen, προκατόψομαι Her. 8, 23.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. f. προκατόψομαι;
considérer ou examiner auparavant.
Étymologie: πρό, καθοράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-καθοράω eerst verkennen.
Russian (Dvoretsky)
προκαθοράω: (только ион. fut.) заранее высматривать, разведывать: νέας ἀπέστειλαν προκατοψομένας Her. (персы) выслали корабли для разведки.
Greek Monotonic
προκαθοράω: μέλ. -κατόψομαι, εξετάζω από πριν, εξερευνώ προκαταρτικά, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προκαθοράω: προκατοπτεύω, νῆας ἀπέστειλε προκατοψομένας Ἡρόδ. 8. 23.
Middle Liddell
fut. -κατόψομαι
to examine beforehand, to reconnoitre, Hdt.