πολυΐστωρ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, very learned, polymath, renaissance man, greatly learned, that knows many things, erudite, D.H. Din.1, Str.3.2.12, Gal.17(1).605; esp. as epithet of Alexander Polyhistor, J.AJ1.15.1, etc.; βίβλος AP9.280 (Apollonid.):—also πολυΐστορος, ον, Sch.Lyc.5.
German (Pape)
[Seite 663] ὁ, ἡ, viel wissend, gelehrt, βίβλος, Apollnds. 22 (IX, 280).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui sait beaucoup, très savant.
Étymologie: πολύς, ἴστωρ.
Russian (Dvoretsky)
πολυΐστωρ: ορος adj. много знающий, весьма ученый (βίβλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ ἐπιστάμενος, πολυμαθής, Ἀνθ. Π. 9. 280, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 1, Στράβ. 149· ― ὡσαύτως πολυΐστορος, ορον, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 2. 258.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ
1. πολυμαθής, πολύξερος («ὁ δὲ ποιητής πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», Στράβ.)
νεοελλ.
(για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για πολλά και ποικίλα θέματα
β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη του γραπτού λόγου
αρχ.
(για πράγμα) αυτός που περιέχει πολλές γνώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴστωρ / ἵστωρ (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. φιλίστωρ].
Translations
erudite
Bulgarian: ерудиран, начетен; Catalan: erudit; Chinese Mandarin: 博學/博学, 有學問/有学问, 淵博/渊博; Danish: lærd; Dutch: geleerd, belezen, erudiet; Faroese: lærdur; Finnish: oppinut, sivistynyt; French: érudit; Galician: erudito; German: belesen, gelehrt, gebildet; Greek: πολυμαθής, λόγιος; Ancient Greek: λόγιος, πολυΐστορος, πολυΐστωρ, πολυμαθής, φιλόλογος; Hebrew: חבר אוריינות; Hungarian: művelt; Irish: léannta; Italian: erudito; Kurdish Central Kurdish: زانیار; Latin: eruditus; Macedonian: начитан, учен, ерудитивен; Norwegian Bokmål: lærd; Occitan: erudit; Persian: با سواد; Portuguese: erudito; Russian: эрудированный, начитанный, учёный; Slovak: erudovaný; Spanish: erudito; Swedish: lärd; Tagalog: matalisik; Vietnamese: có học thức, bác học; Yiddish: לומדיש