προκαταπίπτω

From LSJ
Revision as of 17:04, 18 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταπίπτω Medium diacritics: προκαταπίπτω Low diacritics: προκαταπίπτω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: prokatapíptō Transliteration B: prokatapiptō Transliteration C: prokatapipto Beta Code: prokatapi/ptw

English (LSJ)

A fall down before, fall down sooner, M.Ant.4.15, D.C.71.7; τοῦ τέλους collapse before the end, Plu. 2.458d: metaph., π. ταῖς ψυχαῖς despond beforehand, D.S.20.9.
II λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ῥώμην rumours reached Rome in advance, Plu.Pomp.43.

German (Pape)

[Seite 728] (s. πίπτω), vorher herab- od. niederfallen, M. Ant. 4, 15; – ταῖς ψυχαῖς, vorher den Muth sinken lassen, D. Sic. 20, 9; – λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ῥώμην, vorher kamen Gerüchte nach Rom, Plut. Pomp. 43.

French (Bailly abrégé)

f. προκαταπεσοῦμαι, ao.2 προκατέπεσον, etc.
1 tomber avant, gén.;
2 tomber sur, se répandre auparavant en parl. d'une nouvelle.
Étymologie: πρό, καταπίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καταπίπτω tevoren doordringen:. λόγοι παντοδαποὶ περὶ τοῦ Πομπηίου προκατέπιπτον εἰς τὴν Ῥώμην allerlei verhalen over Pompeius drongen tevoren door in Rome Plut. Pomp. 43.1.

Russian (Dvoretsky)

προκαταπίπτω:
1 раньше падать: π. τοῦ τέλους Plut. упасть, не достигнув цели; π. ταῖς ψυχαῖς Diod. заранее падать духом;
2 раньше достигать: λόγοι περὶ τοῦ Πομπηΐου προκατέπιπτον εἰς τὴν Ῥώμην Plut. слухи о Помпее достигли Рима до его прибытия.

Greek Monolingual

Α
1. καταπίπτω εκ τών προτέρων
2. πέφτω κάτω πριν να συμβεί κάτι άλλο («προκαταπίπτειν τοῦ τέλους», Πλούτ.)
3. (για λόγια και φήμες) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι εκ τών προτέρων («λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ρώμην», Πλούτ.)
4. μτφ. φρ. «προκαταπίπτω τῇ ψυχῇ» — υφίσταμαι εκ τών προτέρων ψυχική κατάπτωση, αποθαρρύνομαι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταπίπτω «πέφτω κάτω, καταρρέω»].

Greek Monotonic

προκαταπίπτω: πέφτω κάτω από πριν· λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ῥώμην, φήμες εξαπλώθηκαν στη Ρώμη από πριν, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταπίπτω: καταπίπτω πρότερον, Δίων Κ. 71. 7· τοῦ τέλους, πρὸ τοῦ τέλους, Πλούτ. 2. 458C· μεταφορ., πρ. ταῖς ψυχαῖς, περιέρχομαι εἰς ἀπόγνωσιν ἐκ τῶν προτέρων, Διόδ. 20. 9. ΙΙ. λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ῥώμην, φῆμαι ἔφθανον ἐκ τῶν προτέρων εἰς τὴν Ῥώμην, Πλουτ. Πομπ. 43.

Middle Liddell

to fall down before: λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ῥώμην rumours reached Rome beforehand, Plut.