πετρόω
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
A turn into stone, petrify, mostly in Pass., Lyc.901, APl.4.132 (Theodorid.), Orph.L.527: aor. Med. πετρώσατο Nonn. D. 25.81.
2 Pass., to be frozen, ib.47.591.
II Pass., to be stoned, E.Or.564; πετρουμένους θανεῖν ib.946, cf. Ph.1177, Ion1112.
2 to be filled with stones, Nonn. D. 43.131.
German (Pape)
[Seite 606] (zu Stein machen), steinigen, πετρουμένους θανεῖν, Eur. Or. 944, vgl. Ion 1112.
French (Bailly abrégé)
πετρῶ :
lapider.
Étymologie: πέτρος.
Syn. λεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πετρόω [πέτρος] alleen pass., gestenigd worden.
Russian (Dvoretsky)
πετρόω: побивать камнями: πετρουμένους θανεῖν Eur. быть (до смерти) побитым камнями.
Greek Monotonic
πετρόω: μέλ. -ώσω (πέτρος)·
I. κάνω κάτι ή κάποιον πέτρα, πετρώνω, απολιθώνω, σε Ανθ.
II. Παθ., λιθοβολούμαι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πετρόω: μεταβάλλω εἰς λίθον, ἀπολιθώνω, Λυκόφρ. 901, Ἀνθ. Πλαν. 131 καὶ 132· ἐν τῷ μέσῳ ἀόρ., πετρώσατο Νόνν. Δ. 25. 81, κτλ. ΙΙ. Παθ., λιθοβολοῦμαι, Εὐρ. Ὀρ. 564· πετρούμενος θανεῖν αὐτόθι 946, πρβλ. Φοιν. 1177, Ἴωνα 1112.
Middle Liddell
πετρόω, fut. -ώσω πέτρος
I. to turn into stone, petrify, Anth.
II. Pass. to be stoned, Eur.