μηλίς
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
1 μηλίδος, ἡ, (μῆλον B) = μηλέα, Ibyc.1; Dor. μᾱλίς Theoc. 8.79.
2 μηλίδος, ἡ, a distemper of asses, prob. glanders, Arist.HA 605a16.
3 μηλίδος, ἡ, yellow pigment, Plu.2.58d; cf. Μηλιάς, Μήλιος II.
German (Pape)
[Seite 172] ίδος, ἡ, = μηλέα, μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch μᾶλις.
French (Bailly abrégé)
μηλίδος (ἡ) :
pommier, arbre.
Étymologie: μῆλον².
Russian (Dvoretsky)
1 дор. μᾱλίς, μηλίδος (ῐδ) ἡ яблоня Theocr.
2 ίδος ἡ мелида (болезнь у ослов) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μηλίς: μηλίδος, ἡ, (μῆλον Β) = μηλέα, Ἴβυκ. 1· μᾱλίς, Θεόκρ. 8. 79.
Greek Monolingual
μηλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς)
κίτρινο χρώμα, ώχρα
αρχ.
1. το δέντρο μηλιά
2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές
3. ονομασία μιας ασθένειας του όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῦσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῦσι μηλίδα», Αριστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίς (πρβλ. καλαμίς)].