χρώς

From LSJ
Revision as of 19:15, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρώς Medium diacritics: χρώς Low diacritics: χρως Capitals: ΧΡΩΣ
Transliteration A: chrṓs Transliteration B: chrōs Transliteration C: chros Beta Code: xrw/s

English (LSJ)

ὁ, gen. χρωτός, dat. χρωτί, acc. χρῶτα (Att. χρώ only in Choerob.in Theod.1.248H.): Ep. and Ion.gen. χροός, dat. χροΐ, acc. χρόα (also in Lesbian, Sapph.Supp.10.6, al.), as always in Hom.and Hes., exc. gen. χρωτός in Il.10.575, acc.

   A χρῶτα Od.18.172, 179, Hes. Op.556; Emp. uses χρωτός, 76.3 (but χροΐ 100.17); Pi. uses χρωτί, χρῶτα, P.1.55, I.4(3).23(41); these forms are freq. in Trag., but Ion. dat. χροΐ occurs in S.Tr.605, and χροός, χροΐ, χρόα are freq. in E., Hec. 548, Med.1175, Ph.264, al. :—dat. χρῷ occurs in the phrase ἐν χρῷ v. infr.1.2 and in Sapph.2.10.—rare in Com.and Att. Prose.    I of the human body, skin or flesh, οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος Il.4.510; καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς χρώς 21.568; χρῶτ' ἀπονιψαμένη Od.18.172; ἀκρότατον δ' ἄρ' ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα Il.4.139; ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ 13.501; λιλαιοένη χροὸς ἆσαι, of a spear, 21.168; κακὰ χροΐ εἵματ' ἔχοντα Od.14.506; χρῷ πῦρ ὐπαδεδρόμακεν Sapph.2.10; μύροις χρῶτα λιπαίνων Anaxil.18.1 (anap.): esp. flesh, opp. bone, φθινύθει δ' ἀμφ' ὀστεόφι χρώς Od.16.145; οὐδέ τί οἱ χρὼς σήπεται Il.24.414, cf. 19.33 (which usage is said by Gal. to have been Ionic, 18(2).435, with reference to Hp.Fract.9); τὸ δέρμα τοῦ χρωτός LXX Le.13.11, etc.; τοῦ χρωτὸς ἥδιστον ἀπέπνει Aristox.Fr.Hist.84: generally, one's body, frame, Pi.P.1.55, A.Fr.192.6 (anap.); χριμφθῆναι χροΐ Id.Supp.790 (lyr.); στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ . . πέπλους E. Ba.821, cf. S.Tr.605: pl., διὰ τί . . οἱ χρῶτες ὄζουσι; Arist.Pr.877b21; also κατεδήσαντο . . τοὺς ὑγιεῖς χρῶτας, ὡς τραυματίαι D.H.9.50.    2 ἐν χροΐ, or ἐν χρῷ, close to the skin, ἐν χροΐ κείρειν to shave close, Hdt.4.175; ἐν χρῷ κεκαρμένοι X.HG1.7.8; ἐν χρῷ κουριῶντας Pherecr. 30:—metaph., to the quick, ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο S.Aj.786; ἐν χρῷ παραπλεῖν sail past so as to shave or graze, Th.2.84; τὴν μάχην συνάψαι ἐν χρῷ to fight at close quarters, Plu.Thes.27; ἡ ἐν χρῷ συνουσία close acquaintance, Luc.Ind.3: c. gen., ἐν χρῷ τινος close to, hard by a person or thing, τοῦ θώρακος (v.l. σώματος) Plu.2.345a; τῆς γῆς ib. 925b, Luc.Herm.5: abs., ἐν χρῷ near at hand, Id.Hist.Conscr.24, al.; cf. EM313.53, Hsch.    II the colour of the skin, complexion, μελαίνετο δὲ χρόα καλόν Il.5.354; τρέπεται χ. his colour changes, i. e. he turns pale, 13.279, cf. 17.733; ὠχρήσαντα χρόα Od.11.529; χρόα . . ἀμείβειν Parm.8.41; μεθίστη χρωτὸς . . φύσιν E. Alc.174; μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός Ion Trag.36; τί χρὼς τέτραπται; (paratrag.) Ar.Lys.127; φεῦγε δ' ἀπὸ χρώς Theocr.23.13; rare in Att. Prose, ἐπὶ τῷ χρωτὶ μέγα φρονεῖν X.Smp.4.54, cf. Oec.10.5: in Ion. Prose, of the colour of a finger, χροΐ δῆλα Pherecyd.Syr. ap.D.L.1.118 (v.l. χρωΐ, cf. Vorsokr.5i.44).    2 generally, colour, ἀμείβων χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ A.Pers.317; τὸν χρῶτα [μεταβάλλει] ὁ χαμαιλέων Arist.Mir.832b14; χρὼς αἵματος Orph.L.660.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, gen. χρωτός, ep. u. ion. χροός, χροΐ, χρόα; so immer Hom., der nur einmal χρωτός, Il. 10, 575, u. χρῶτα Od. 18, 172. 179 hat, wie Hes. O. 558; der att. dat. χρῷ kommt nur in der einen Verbindung ἐν χρῷ vor, s. unten; den accus. χρῶ hat Sapph. 2, 10; vgl. χρόα, χροιά, χρῶμα; – die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, dah. die Haut, auch der Leib selbst; οὔ σφι λίθος χρώς, οὐδὲ σίδηρος Il. 4, 510; καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς χρώς 21, 563; τῶν δὲ τράπετο χρώς, die Haut wandte, änderte, entfärbte sich, 17, 733, vgl. 13, 279; aber αἰεὶ τῷδ' ἔσται χρὼς ἔμπεδος, 19, 33, von dem todten Patroklus, dessen Leib Thetis gegen Verwesung zu sichern verspricht; vgl. οὐδέ τί οἱ χρὼς σήπεται 24, 414; φθινύθει δ' ἀμφ' ὀστεόφι χρώς Od. 16, 145; χρῶτ' ἀπονιψαμένη 18, 172; παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκεσ' ὄλεθρον Il. 15, 534; ἐγχείη ἱεμένη χροὸς ἄμεναι, ἆσαι, 21, 70. 168; ἀκρότατον δ' ἄρ' ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα 4, 139; ἵεντ' ἀλλήλων ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ 13, 501, u. öfter so von Verwundungen; häufig auch περὶ χροῒ ἕννυσθαι, δύνειν, um die Haut od. den Leib anziehen, κακὰ χροῒ εἵματ' ἔχοντα Od. 14, 506; auch im Ggstz der Knochen, die Haut und das darunterliegende Fleisch, Od. 16, 145, s. oben; u. so bes. bei den Ioniern, Hippocr. – Χρῶτα λάμπει Pind. I. 3, 41, χροῒ θερμῷ N. 8, 28. – Haut und deren Farbe, Aesch. ἀμείβων χρῶτα πορφυρέᾳ βαφῇ Pers. 309; ὅπως μηδεὶς κείνου πάροιθεν ἀμφιδύσεται χροΐ Soph. Trach. 602; ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί 764; ἵνα διασπάσωμαι καὶ καθαιμάξω χρόα Eur. Hec. 1126; ῥῖπτε ἀπὸ χροὸς ἱεροὺς στολμούς Troad. 257, und öfter; στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ πέπλους Bacch. 819, u. auch in dieser Form öfter; τί χρὼς τέτραπται Ar. Lys. 127; den plur. χρῶτας hat D. Hal. – Sprichwörtlich ἐν χρῷ, dicht an der Haut, wie κείρειν od. ξυρεῖν ἐν χροΐ, Her. 4, 175, das Haar dicht an der Haut kahl scheeren, Xen. Hell. 1, 7,8; ξυρεῖ ἐν χρῷ, es brennt auf der Haut, thut sehr weh, Soph. Ai. 773; ἐν χρῷ παραπλέοντες, ganz in der Nähe, Thuc. 2, 84; ἐν χρῷ μάχεσθαι, Mann an Mann kämpfen, ἐν χρῷ συνάπτειν μάχην Plut. Thes. 27; übh. ἐν χρῷ τινος, in der unmittelbaren Nähe wovon, dicht dabei, hart daran, vgl. C. F. Herm. Luc. de conscr. hist. 24 p. 158; Jac. Ach. Tat. p. 675; ἡ ἐν χρῷ συνουσία, vertrauter Umgang, enge Bekanntschaft, Luc. adv. ind. 3, u. in ähnlichen Vrbdgn öfters bei Sp. – Die Farbe der Haut od. des Leibes, wie das hom. χρὼς τρέπεται, die Gesichtsfarbe ändert sich, von Solchen, die plötzlich blaß werden, Il. 13, 279. 284. 17, 733 Od. 11, 529. 21, 413; – übh. die Farbe.