μικκός
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
ά, όν, Dor. and Boeot. for μικρός, Ar.Ach.909, Archyt.1, Theoc.5.66, 8.64, Call.Cer.111; also (ή, όν) Ion., αἱ μικκαὶ σφαῖραι Hp. Art.3 (cod. Apollon.Cit.); ἐλαίου μίκκον (sic) Id.Nat.Mul.93 (v.l.), cf. 100 (v.l.), Call.Fr.179, Iamb.1.382, Herod.6.59, AP5.120 (Phld.), Ael.Dion.Fr.187; found in Epicur.Fr.560, Müller-Bees Inschriften derjüdischen Katakombe p.51 (ii/iii A. D.), PLond.2.239.16 (iv A. D.), Sammelb.5747; cf. μικός.
German (Pape)
[Seite 183] dor. = μικρός; Ar. Ach. 873; Theocr. 5, 66 u. öfter; Callim. frg. 179.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
dor. et béot. c. μικρός.
Greek (Liddell-Scott)
μικκός: -ά, -όν, Δωρ. ἀντὶ μικρός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 909, Θεόκρ. 5. 66., 8. 64, Καλλ. εἰς Δήμ. 111· ― ἐνίοτε φέρεται μῑκός, Χοιροβ. ἐν Ἀνεκ Ὀξων. 2. 240.
Greek Monolingual
μικκός και μικός, -ά, -όν (ΑΜ, Α ιων. τ. μικκός, -ή, -όν)
(βοιωτ. και δωρ. τ.) μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μικρός της καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, χωρίς επίθημα (-ρος) και με εκφραστικό διπλασιασμό του -κ- (βλ. λ. μικρός)].
Greek Monotonic
μικκός: -ά, -όν, Δωρ. αντί μικρός, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
Middle Liddell
μικκός, ή, όν [doric for μικρός, Ar., Theocr.]
Translations
petty
Armenian: մանր; Bulgarian: дребнав, дребен, незначителен; Czech: drobný, malicherný; Danish: ubetydelig; Dutch: kleinzielig; French: petit, insignifiant, mesquin; German: gering, geringfügig, klein, kleinlich, unbedeutend, unwichtig; Greek: ασήμαντος, μηδαμινός, μικρός; Ancient Greek: μικκός, μικός, μικροπρεπής, μικρός, μικρόψυχος, σμικρός, φλαῦρος; Hungarian: piti, bagatell, jelentéktelen; Italian: meschino, gretto; Japanese: 微小な, 凡庸な, 小さい, 狭量; Latin: pusillus, minutus; Macedonian: ситен, мал; Norwegian: ubetydelig; Bokmål: smålig; Polish: błahy, drobny, małostkowy, nieistotny; Portuguese: fútil, insignificante, pequeno, mesquinho; Romanian: mărunt, meschin; Russian: пустячный, мелкий, мелочный; Spanish: quisquilloso, tiquismiquis, melindroso, de pitiminí, detallista, minucioso, mezquino; Swedish: småaktig, småsint; Ukrainian: малий, дріб'язковий; Welsh: pitw, mân