καταβλέπω

From LSJ
Revision as of 12:12, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "( " to "(")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλέπω Medium diacritics: καταβλέπω Low diacritics: καταβλέπω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΕΠΩ
Transliteration A: katablépō Transliteration B: katablepō Transliteration C: katavlepo Beta Code: katable/pw

English (LSJ)

A look down at, LXX Ge.18.16; ἄνωθεν εἰς… Plu.Arat. 32; view, Id.2.680d.
b metaph., despise, BGU15ii5 (ii A. D.).
2 examine, contemplate, Call.Del.303; τὸ σεαυτοῦ κακόν Plu.2.469b.

German (Pape)

[Seite 1340] von oben herabsehen, ansehen, κατέβλεψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν, er sah von oben her auf die Kämpfenden hinab, Plut. Arat. 32, öfter τινά.

French (Bailly abrégé)

ao. κατέβλεψα;
regarder d'en haut ; fixer ses yeux sur, examiner.
Étymologie: κατά, βλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βλέπω (van boven) neerkijken op.

Russian (Dvoretsky)

καταβλέπω: глядеть (вниз), смотреть, разглядывать (τινά и εἴς τινα ἄνωθεν Plut.).

Greek Monolingual

καταβλέπω (Α)
1. βλέπω, προς τα κάτω, ρίχνω το βλέμμα μου προς κάποιον που βρίσκεται κάτω
2. κοιτάζω
3. επιγρ. μτφ. περιφρονώ, απαξιώ
4. βλέπω κάτι με προσοχή, εξετάζω.

Greek Monotonic

καταβλέπω: μέλ. -ψω, κοιτώ προς τα κάτω, στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος κάποιου, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλέπω: μέλλ. -βλέψω, βλέπω πρὸς τὰ κάτω πρός τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, βλέπω, ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) βλέπω μετὰ προσοχῆς τι, ἐξετάζω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.

Middle Liddell

fut. ψω
to look down at, Plut.