δυσαυλία
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ἡ, ill lodging or hard lodging, A.Ag.555 (pl.), Ph.1.195 (pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
incómoda noche al raso, mal alojamiento μόχθους ... καὶ δυσαυλίας A.A.555, cf. Fr.78c.7, Ph.1.195.
German (Pape)
[Seite 676] schlechtes Wohnen unter freiem Himmel; Aesch. Ag. 541; Philo.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
séjour pénible en plein air.
Étymologie: δύσαυλος.
Russian (Dvoretsky)
δυσαυλία: ἡ отсутствие крова, бесприютность (μόχθοι καὶ δυσαυλίαι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσαυλία: ἡ, κακή, δύσκολος, δυσάρεστος οἴκησις ἐν ὑπαίθρῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 555, Φίλων 1. 195.
Greek Monolingual
δυσαυλία, η (Α)
δύσκολη εγκατάσταση στο ύπαιθρο.
Greek Monotonic
δυσαυλία: ἡ, κακή ή δυσάρεστη, δύσκολη στέγαση, κακό κατάλυμα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δυσαυλία, ἡ,
ill or hard lodging, Aesch. [from δύσαυλος