περιπόθητος

From LSJ
Revision as of 17:12, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Secund. ''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπόθητος Medium diacritics: περιπόθητος Low diacritics: περιπόθητος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: peripóthētos Transliteration B: peripothētos Transliteration C: peripothitos Beta Code: peripo/qhtos

English (LSJ)

περιπόθητον, much-beloved, J.AJ16.11.8, Luc.Tim.12, DMort. 9.2, Chor.Proc.8: Comp., App.BC3.4; π. ταλαιπώρημα Secund.Sent.9.

German (Pape)

[Seite 588] sehr erwünscht, sehr ersehnt od. sehr geliebt, Sp., wie Luc. Tim. 12; compar., App. B. C. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très désiré ou très désirable.
Étymologie: περί, ποθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπόθητος -ον [περί, ποθέω] zeer begeerd, zeer geliefd.

Russian (Dvoretsky)

περιπόθητος: весьма желанный (τινι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

περιπόθητος: -ον, ὡς καὶ νῦν, λίαν ποθητός, Λουκ. Τίμ. 12, Νεκρ. Διάλ. 9. 2, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περιπόθητος, -ον, ΝΜΑ
ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... της γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ποθητός (< ποθῶ)].

Greek Monotonic

περιπόθητος: -ον, υπερβολικά ποθητός, σε Λουκ.

Middle Liddell

περι-πόθητος, ον,
much-beloved, Luc.