ἐξανδρόομαι
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
A come to man's years, ἐξανδρωμένος Hdt.2.63, cf. Antipho Soph.61; ἐξανδρούμενος E.Ph.32, Ar.Eq.1241.
II λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος the host having grown to men from teeth, E.Supp.703.
III ἐξηνδρωμένον· ὀρθιάζοντα, Hsch.
Spanish (DGE)
• Morfología: [jón. perf. part. ἐξανδρωμένος Hdt.2.63]
1 hacerse hombre, alcanzar la edad adulta τὸν Ἄρηα ... ἐξανδρωμένον que Ares llegado a la edad viril Hdt.l.c., ἤδη ... ἐξανδρούμενος παῖς οὑμός mi hijo, cuando estaba ya llegando a la edad viril E.Ph.32, cf. Ar.Eq.1241, Antipho Soph.B 61
•interpr. como andar erguido Hsch.s.u. ἐξηνδρωμένον.
2 c. gen. de origen transformarse en humano a partir de, e.e., nacer (como hombre) de λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος batallón que, de los dientes de un dragón, se había transformado en (un batallón) de hombres E.Supp.703.
German (Pape)
[Seite 868] pass., ganz zum Mann werden, das mannbare Alter erreichen; ἤδη πυρσαῖς γένυσιν ἐξανδρούμενος Eur. Phoen. 32; Ar. Equ. 1241; ἐξ- ανδρωμένος Her. 2, 64. – Bei Eur. Suppl. 725 λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος, aus Zähnen in Männer verwandelt.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
part. pf. ἐξηνδρωμένος;
arriver à l'âge d'homme.
Étymologie: ἐξ, ἀνδρόομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανδρόομαι:
1 становиться мужем, мужать: ἐξανδρωμένος Her. и ἐξανδρούμενος Eur., Arph. пришедший в возраст мужа, возмужавший;
2 превращаться в мужей: λόχος ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος Eur. отряд мужей, выросших из змеиных зубов.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανδρόομαι: φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, γίνομαι ἀνήρ, ἐξηνδρωμένος Ἡρόδ. 2. 64· ἐξανδρούμενος Εὐρ. Φοίν. 32, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1241. ΙΙ. λόχος δ’ ὀδόντων ὄφεως ἐξηνδρωμένος, ὁ λόχος (τὸ στῖφος) ὁ ἐξανδρωθεὶς ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ ὄφεως, Εὐρ. Ἱκ. 703.
Greek Monotonic
ἐξανδρόομαι: παρακ. -ήνδρωμαι,
I. Παθ., φθάνω σε ανδρική ηλικία, γίνομαι άνδρας, ανδρώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος, έχοντας ανδρωθεί από τα δόντια του δράκοντα, στον ίδ.
Middle Liddell
perf. -ήνδρωμαι
I. Pass. to come to man's years, Hdt., Eur.
II. ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος having grown to men from serpent's teeth, Eur.