Ἰνώ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
[ῑ], Ἰνόος contr. Ἰνοῦς, ἡ, Ino, daughter of Cadmus, worshipped as a sea-goddess by the name of Leucothea, Od.5.333, Hes.Th.976, Alcm.84, Pi.O.2.30, etc.: prov., Ἰνοῦς ἄχη Zen.4.38.
English (Slater)
Ἰνώ daughter of Kadmos, wife of Athamas, mother of Melikertes (fr. 6), and Learchos. λέγοντι δ' βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.30) Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα ποντιᾶν ὁμοθάλαμε Νηρηίδων (voc., v. Kambylis, Anredeformen, 138̆{1}.) (P. 11.2) Ἰ]νὼ δ' ἐκ πυ[ρ ἁρπά]ξαισα [παῖδ ἔρ]ριψεν (supp. Lobel) Θρ. 4. 2. test., Ap. Dysk., de constructione, 2. 114: τῷ αὐτῆς (= Ἰνοῦς) παιδί, ὃν καὶ Ἀθαμαντιάδην εἶπεν (sc. Πίνδαρος) i. e. Melikertes fr. 6. cf. Σ, hypothesis, Isthm., p. 192, 13 Drach: Σ (O. 2.82) d: frr. 5, 6: P. Oxy. 2447. fr. 14.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
Ino.
Russian (Dvoretsky)
Ἰνώ: Ἰνοῦς ἡ (dat. Ἰνοῖ, acc. Ἰνώ) Ино (дочь Кадма и Гармонии, жена Атаманта, превращенная в морское божество Левкотею) Hom., Hes. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰνώ: ῑ, Ἰνόος, συνῃρ. Ἰνοῦς, θυγάτηρ τοῦ Κάδμου, λατρευομένη ὡς θεὰ τῆς θαλάσσης ὑπὸ τὸ ὄνομα Λευκοθέα, Ὀδ. Ε. 333. Ἡσ. Θ. 976, Πίνδ., κλ.· - παροιμ., Ἰνοῦς ἄχη Ζηνόβιος (παρὰ Παροιμιογρ. 4. 38).
Greek Monotonic
Ἰνώ: [ῑ], Ἰνόος, συνηρ. Ἰνοῦς, ἡ, Ινώ, κόρη του Κάδμου, που λατρευόταν σαν θεότητα της θάλασσας με το όνομα Λευκοθέα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Middle Liddell
Ino, daughter of Cadmus, worshipped as a sea-goddess by the name of Leucothea, Od., Hes.