εὐπρόσοιστος
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
εὐπρόσοιστον, easy of approach: generally, easy, ἔκβασις E., Med. 279.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facilement accessible ; facile.
Étymologie: εὖ, προσοίσω de προσφέρω.
German (Pape)
dem man sich leicht nähern kann, ἄτης ἔκβασις Eur. Med. 274, Schol. εὐεπιβούλευτος, es gibt keinen Ausweg, den man leicht auffinden oder einschlagen kann.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρόσοιστος: легко доступный, легкий (ἔκβασις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσοιστος: -ον, εὐκόλως πλησιαζόμενος· καὶ καθόλου, εὔκολος, ἔκβασις Εὐρ. Μήδ. 279.
Greek Monolingual
εὐπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολος («ευπρόσοδος ἔκβασις» — εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -προσ-οιστος (< προσ-οίσω, μέλλ. του προσ-φέρω), πρβλ. α-πρόσ-οιστος, δυσ-πρόσ-οιστος].
Greek Monotonic
εὐπρόσοιστος: -ον, ευκολοπλησίαστος· γενικά, εύκολος, σε Ευρ.