εὐεπιβούλευτος
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
English (LSJ)
εὐεπιβούλευτον, exposed to treachery or stratagem, χώρα Str.2.3.4, cf. Ph.2.552, Vett. Val.236.27: Comp., X.Cyr.8.4.3, Onos.36.6, D.C.38.31.
German (Pape)
[Seite 1065] dem leicht nachzustellen ist, den Nachstellungen ausgesetzt, Xen. Cyr. 8, 4, 3; D. Cass. 38, 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exposé aux embûches, aux attaques;
Cp. εὐεπιβουλευτότερος.
Étymologie: εὖ, ἐπιβουλεύω.
Russian (Dvoretsky)
εὐεπιβούλευτος: открытый для покушений, доступный нападению (ἀριστερὰ χείρ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπιβούλευτος: -ον, ὁ εὐχερῶς ὑποκείμενος εἰς ἐπιβουλὴν ἢ στρατήγημα, Στράβ. 100, κλ. - Συγκρ., Ξεν. Κύρ. 8. 4, 3.
Greek Monolingual
εὐεπιβούλευτος, -ον (Α)
αυτός που υπόκειται εύκολα σε επιβουλή, ο ευπρόσβλητος (α. «μὴ συμβῇ τὴν χώραν εὐεπιβούλευτον γενέσθαι», Στράβ.
β. «πένητα εὐεπιβούλευτον», Μ. Βασ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-βουλευτός (< επι-βουλεύω), πρβλ. αν-επι-βούλευτος].
Greek Monotonic
εὐεπιβούλευτος: -ον (ἐπιβουλεύω), αυτός που εκτίθεται εύκολα σε δολιοφθορά ή τέχνασμα, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐ-επιβούλευτος, ον ἐπιβουλεύω
exposed to treachery or stratagem, Xen.