πολίζω
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
Ep. aor.
A ἐπόλισσα A.R.1.178, πόλισσα Il.7.453: (πόλις):— build a city: generally, build, [τεῖχος] πολίσσαμεν Il. l.c.; ἣν ἐπόλισσεν (sc. τὴν πάτρην) Epigr.Gr.982 (Philae):—Pass., Ἴλιος πεπόλιστο Il. 20.217; Δωδώνη πεπόλισται Hes.Fr.134.5, cf. Hdt.4.108, 5.52, al.; ἐφ' ἁμαξῶν πεπολισμένοι Philostr. VA6.25:—Med., build for oneself, A.R.1.1346; τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο D.H.1.30. II build a city or cities on or in a place, χωρίον πολίζειν X.An.6.6.4; τὴν χώραν Str.8.5.4; τὸν τόπον Plu.Rom.9:—Pass., εἴη ἡ Παιονίη ἐπὶ τῷ Στρυμόνι ποταμῷ πεπολισμένη Hdt.5.13.—Ep., Ion., X., and later Prose.
German (Pape)
[Seite 655] eine Stadt bauen, gründen; Ἴλιος πεπόλιστο, Il. 20, 217; auch τεῖχος πολίσσαμεν, 7, 453; Her. 4, 108. 5, 13. 52 u. öfter. – Auch χωρίον πολίζειν, eine Gegend durch Gründung einer Stadt anbauen, Xen. An. 6, 4, 4; τόπον, Plut. Rom. 9; med., D. Hal. 1, 45.
Greek (Liddell-Scott)
πολίζω: Ἐπικ. ἀόρ. πόλισσα· (πόλις)· ― οἰκοδομῶ, κτίζω, τειχίζω, ἱδρύω, οἰκίζω, συνοικίζω πόλιν, τεῖχος πολίσσαμεν Ἰλ. Ζ. 453· ἣν ἐπόλισσεν· (δηλ. τὴν πόλιν) Συλλ. Ἐπιγρ. 4925. ― Παθ., Ἴλιος πεπόλιστο Ἰλ. Υ. 217· ― Δωδώνη πεπόλισται Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 5· οὕτως Ἡρόδ. 4. 108., 5. 13, 52, κ. ἀλλ.· ἐφ’ ἁμαξῶν πεπολισμένοι Φιλόστ. 265· ― Μέσ., οἰκοδομῶ δι’ ἐμαυτόν, τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο Διοδ. Ἱστ. 1. 30. ΙΙ. χωρίον πολίζειν, εἰς χώραν τινὰ ἱδρύω ἀποικίαν κτίζων πόλιν, Ξεν. Ἀν. 6, 4, 4· τὴν χώραν Στράβ. 364· τὸν τόπον Πλουτ. Ρωμ. 9. ― Φαίνεται ὅτι κυρίως ἦτο Ἰων. ῥῆμα.