τόθεν
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
poet. Adv., answering to relat. ὅθεν and interrog. πόθεν (from το-, Demonstr. stem):—
A thence, Hes.Sc.32; Δρεπάνη τόθεν ἐκλήϊσται thence it is called D., A.R.4.990. 2 for ὅθεν, A.Pers. 99 (lyr.). II thereafter, thereupon, Id.Ag.220 (lyr.); also ἐκ τόθεν, ἐξότε . . from the day when... A.R.4.520.
German (Pape)
[Seite 1123] adv. demonstr., dem Frageworte πόθεν entsprechend, von daher, von dort; Hes. Sc. 32; Pind. N. 9, 17, v. l., Boeckh; τόθεν τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 213. – Auch = daher, deshalb, deswegen, Ap. Rh. 4, 990. – Auch für das relat., wie man erklärt Aesch. Pers. 100.
Greek (Liddell-Scott)
τόθεν: ποιητ. ἐπίρρ., ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ ἀναφ. ὅθεν καὶ τὸ ἐρώτημ. πόθεν; (πάντα δὲ ταῦτα ἦσαν κυρίως ἀρχαῖοι τύποι γενικῆς τῶν: ὅ, ὅς, *πός;)· ― ἐκεῖθεν, τόθεν αὖτις Φίκιον ἀκρότατον προσεβήσατο μητίετα Ζεὺς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 32. 2) ἀντὶ τοῦ ὅθεν, Böchk διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ν. 9. 18 (40), Αἰσχύλ. Πέρσ. 100. ΙΙ. ἔκτοτε, ὡς τὸ ἐκ τούτου, τόθεν τὸ πάντολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 220· Δρεπάνην τόθεν ἐκλήϊσται Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 990· ὡσαύτως, ἐκ τόθεν ἢ ἔκτοθεν, αὐτόθι 520.