ἀσχαλάω

From LSJ
Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσχᾰλάω Medium diacritics: ἀσχαλάω Low diacritics: ασχαλάω Capitals: ΑΣΧΑΛΑΩ
Transliteration A: aschaláō Transliteration B: aschalaō Transliteration C: aschalao Beta Code: a)sxala/w

English (LSJ)

only pres. (exc. fut.

   A -ήσω Thal. ap. D.L.1.44), 3sg. ἀσχαλάᾳ Il.2.293; 3pl. ἀσχαλόωσι 24.403; inf. ἀσχαλάαν 2.297; part. ἀσχαλόων 22.412; imper. ἀσχάλα Archil.66.6; inf. ἀσχαλᾶν E.IA 920:—more freq. ἀσχάλλω, once in Hom. ἀσχάλλῃς Od.2.193, cf. S.OT937, E.Or.785, and so always in Prose, X.Eq.10.6, D.21.125, Onos.1.17, Eus.Mynd.6: impf. ἤσχαλλον Hes.Fr.76.3, Hdt.3.152, 9.117; imper. ἄσχαλλε Thgn.219: 3sg. fut. ἀσχᾰλεῖ (prob. for -αλᾷ) A.Pr.764:—to be distressed, grieved, abs., ἀσχαλάαν παρὰ νηυσί Il.2.297, cf. 22.412, etc.: the cause of distress is added by Hom. either in part., μένων ἀσχαλάᾳ Il.2.293, cf. Od.1.304; ἥν κε (sc. θωὴν) τίνων ἀσχάλλῃς 2.193: or in gen., ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων is vexed because of... 19.159; κτήσιος ἀσχαλόων τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοί ib.534: later in dat., ἀ. τινί at a thing, Archil. l. c., A.Pr.764, E.IA920; ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν D. l.c., cf. Ph.2.521; πρός τι Longus3.8: c. acc., θάνατον ἀ. πατρῷον E.Or.785.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχᾰλάω: ἐν χρήσει μόνο κατ’ ἐνεστώτα, οὑ ὁ Ὅμηρ. ἔχει τοὺς ἑξῆς ἀνωμάλους σχηματισμούς, γ΄ ἑν. ἀσχαλάᾳ, γ΄ πλ. ἀσχαλόωσι, ἀπαρ. ἀσχαλάαν, μετοχ. ἀσχαλόων: προστ. ἀσχάλα Ἀρχίλ. 60· ὁ τύπος ἀσχάλλω ἀπαντᾷ ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ (ἀσχάλῃς) Ὀδ. Β. 193), καὶ τοῦτον τὸν τύπον μεταχειρίζονται πρὸ πάντων οἱ Τραγ. (ὁ Εὐρ. ἐν Ι. Α. 920 ἔχει ἀσχαλᾶν, πρβλ. συνασχαλάω), ἀλλ’ εἶναι σπάνιον τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ Ξεν. Ἱππ. 10. 6, Δημ. 555. 26: παρατατ. ἤσχαλλον Ἡσ. Ἀποσπ. 37 (67), Ἡρόδ. 3. 152., 9. 117· προστ. ἄσχαλλε Θέογν. 219· γ΄ ἑν. μέλλ.· ἀσχᾰλεῖ (κατὰ τὸν Λ. Δινδόρφ. ἀντὶ ἀσχαλᾷ) Αἰσχύλ. Πρ. 764, πρβλ. 161, 243. Λυποῦμαι, ἀδημονῶ, θλίβομαι, ἀπολ., ἀσχαλάαν παρὰ νηυσὶ Ἰλ. Β. 297, πρβλ. Χ. 412, κτλ.· τὴν δὲ αἰτίαν τῆς θλίψεως ἐκφέρει ὁ Ὅμ. ἢ μετὰ μετοχ., μένων ἀσχαλάᾳ Ἰλ. Β. 293 πρβλ. Ὀδ. Α. 304· ἥν κε (ἐνν. θωὴν) τίνων ἀσχάλλῃς Β. 193· ἢ μετὰ γεν., ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων, στενοχωρεῖται, ἀδημονεῖ ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι..., Τ. 159· κτήσιος ἀσχαλόων, τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοὶ αὐτόθι 534· μετέπειτα μετὰ δοτ., ἀσχ. τινὶ Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Πρ. 764, Εὐρ. Ι. Α. 920· ὡσαύτως, ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρός τι Λόγγος 3. 8· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἀσχάλλειν θάνατον Εὐρ. Ὀρ. 785.