ὑπερχαίρω

From LSJ
Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερχαίρω Medium diacritics: ὑπερχαίρω Low diacritics: υπερχαίρω Capitals: ΥΠΕΡΧΑΙΡΩ
Transliteration A: hyperchaírō Transliteration B: hyperchairō Transliteration C: yperchairo Beta Code: u(perxai/rw

English (LSJ)

aor.

   A -εχάρην Hp.Morb.Sacr.17, late aor. -έχηρα Procop.Gaz.p.147 B.:—rejoice exceedingly at a thing, δώροις E.Med. 1165; ἐπὶ τοῖς γάμοις Plu.2.1098b; τούτων ἀκούσας ὑπερέχηρεν ὁ Πηλεύς Procop.Gaz. l.c.: c. part., μανθάνων ὑ., ὁρῶν ὑ., X.Cyr.1.3.3, Luc.Nec.12: also ὑ. ὅταν... ὅτι... X.HG4.1.10, Cyn.4.4: abs., Hp. Morb.Sacr.17, Plu.Ages.33, Luc.VH1.30.

German (Pape)

[Seite 1204] (s. χαίρω), sich übermäßig freuen, τινί, über Etwas, δώροις Eur. Med. 1165; – c. partic., Etwas mit Freuden, sehr gern thun, Xen. Cyr. 1, 3, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερχαίρω: χαίρω ὑπερβαλλόντως, γίνομαι ἢ εἶμαι ὑπερχαρής, δώροις ὑπερχαίρουσα Εὐρ. Μήδ. 1165· ἐπί τινι Πλούτ. 2. 1098Β· μετὰ μετοχ., ἱππεύειν μανθάνων ὑπερέχαιρε Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3, Λουκ. Νεκ. 12· ὡσαύτως, καίπερ ὑπερχαίρων ὅταν ἐχθρὸν τιμωρῶμαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 10· ὑπερχαίρειν ὅτι τοῦ λαγῶ ἐγγύς εἰσι Κυν. 4. 4· ἀπολ., Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30.