ἀπομνημονεύω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
A relate from memory, Pl.Phdr.228a, etc.:—Pass., to be recorded, ἀπομνημονεύεται ὁπόστος ἐγένετο X.Ages.1.2. 2 remember, call to mind, Pl.Plt.268e, Phd.103b, Ly.211a, D.19.13, Aeschin.3.16, etc.; keep in mind, διδαχήν Pl.Plt.273b,al. 3 ἐπὶ τούτου τὠυτὸ οὔνομα ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι gave his son the same name in memory of a thing, Hdt.5.65. 4 ἀ. τινί τι bear something in mind against another, X.Mem.1.2.31, Aeschin.1.129, 3.208; οὐδὲ μνησίκακος· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀ. Arist.EN1125a4. 5 τινί τι bear in mind favourably, πατρικὰς εὐεργεσίας D.Ep. 3.19; χάριν Luc.Sacr.2, JTr.40.
German (Pape)
[Seite 315] 1) erinnern, ins Gedächtniß rufen, Plat. Soph. 241 b u. öfter; τὠυτὸ ὄνομα ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι Her. 5, 65, er gab dem Kinde denselben Namen zum Andenken. – 2) hersagen, erzählen, λόγους Plat. Theag. 121 d; πρός τινα Tim. 20 e; aus dem Gedächtniß erzählen, Dem. 19, 13. – 3) sich erinnern, eingedenk sein, ὅ φασι γενέσθαι ποτέ Plat. Polit. 268 e; im Gedächtniß festhalten πεντήκοντα ὀνόματα Hipp. mai. 285 e; Einem etwas im Guten od. Bösen gedenken, Xen. Mem. 1, 2, 31 Aesch. 3, 208; vgl. 1, 111; τινὶ εὐεργεσίας Dem. Epist. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομνημονεύω: διηγοῦμαι ἀπὸ μνήμης, ἐπαναλαμβάνω, οἴει με, ἃ Λυσίας ἐν πολλῷ χρόνῳ κατὰ σχολὴν συνέθηκε… ταῦτα ἰδιώτην ὄντα ἀπομνημονεύσειν ἀξίως ἐκείνου; Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α, κτλ.: ― Παθ., ἀπομνημονεύεται ὅπόστος ἐγένετο Ξεν. Ἀγησ. 1, 2. 2) ἐνθυμοῦμαι, ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, Πλάτ. Πολιτικ. 568Ε, Φαίδων 103Α, Δημ. 345. 10, Αἰσχίν. 56. 7, κτλ.: ― διατηρῶ ἐν τῇ μνήμη μου, Πλάτ. Πολιτ. 273Β, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ τούτου δὲ τωὐτὸ οὔνομα ἀπεμνημόνευσε… τῷ παιδὶ θέσθαι, ἔδωκεν εἰς τὸν υἱόν του τὸ αὐτὸ ὄνομα πρὸς ἀνάμνησιν πράγματός τινος, Ἡρόδ. 5. 65. 4) ἀπ. τινί τι, ἔχω τι ἐν τῇ μνήμῃ ἐναντίον ἑτέρου (πρβλ. ἀπομιμνήσκομαι), Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 31, Αἰσχίν. 15. ἐν τέλ., 83. 39· οὐδὲ μνησίκακος· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀπομνημονεύειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 30.