λύσσα

From LSJ
Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύσσᾰ Medium diacritics: λύσσα Low diacritics: λύσσα Capitals: ΛΥΣΣΑ
Transliteration A: lýssa Transliteration B: lyssa Transliteration C: lyssa Beta Code: lu/ssa

English (LSJ)

Att. λύττᾰ, ἡ,

   A rage, fury, in Hom. always of martial rage, κρατερὴ δέ ἑ λ. δέδυκεν Il.9.239; λ. ἔχων ὀλοήν ib.305; λ. δέ οἱ κῆρ αἰὲν ἔχε κρατερή 21.542.    2 after Hom., raging madness, frenzy, such as was caused by the gods, as that of 10, λύσσης πνεύματι μάργῳ A.Pr.883 (anap.); of Orestes, Id.Ch.287, E.Or.254, etc.; of the Proetides, B.10.102; of Bacchic frenzy, ἐλαφρὰ λ. E. Ba.851; θοαὶ Λύσσας κύνες, of the Furies, ib.977 (lyr.); λύσσῃ παράκοπος Ar.Th.680: strengthd., λ. μανιάς S.Fr.941.4; λύττα ἐρωτική Pl.Lg.839a; λ. alone, of raging love, Theoc.3.47; simply, rage, Phld.Ir.p.77 W.; fanaticism, περὶ τὰς αἱρέσεις Gal.8.148 (pl.).    3 personified, Λύσσα the goddess of madness, E.HF823.    II rabies, in dogs, X.An.5.7.26, Arist.HA604a5, Gal.1.296; in horses, Porph. Abst.3.7.    2 the worm under the tongue of dogs, removed from the belief that it produces rabies, Plin.HN29.100.

German (Pape)

[Seite 72] ἡ, att. λύττα, Wuth; in der Il. von wildem Kriegsmuth, Kampfwuth, κρατερἡ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν, Il 9, 239, λύσσαν ἔχων ὀλοήν, 305, vgl. 21, 542; bei den Folgdn Raserei, auch von jeder heftigen Leidenschaft, Aesch. Prom. 885 Ch. 286; μαινάς, Soph. frg. 678; θεομανεῖ λύσσῃ δαμείς, Eur. Or. 843, öfter; auch personificirt, Herc. Fur. 823 ff.; λύσσῃ παράκοπος Ar. Thesm. 681; sp. D., wie in Prosa, λύσσαι οἰστρώδεις Plat. Tim. Locr. 102 e, λύττης ἐρωτικῆς καὶ μανίας Legg. VIII, 839 a. – Bes. von der Hundswuth, ἔδεισαν, μὴ λύσσα τις ὥςπερ κυσὶν ἡμῖν ἐμπεπτώκοι Xen. An. 5, 7, 26; Plut.; auch der sogenannte Tollwurm unter der Zunge der Hunde, Plin. H. N. 29, 5, 32.

Greek (Liddell-Scott)

λύσσᾰ: Ἀττ. λύττα, ἡ μανία, ὀργή, ὁρμή, Λατ. rabies, ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε ἐπὶ πολεμικῆς μανίας, κρατερὴ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν Ι. 239 λύσσαν ἔχειν ὀλοὴν αὐτόθι 305· λ. δέ οἱ κῆρ αἱὲν ἔχε κρατερὴ Φ. 542. 2) μεθ’ Ὅμ., μανιώδης ὁρμή, μανία, παραφροσύνη, οἵαν οἱ θεοὶ ἐπέφερον ὡς ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, λύσσης πνεύματι μάργῳ Αἰσχύλ. Πρ. 883· ἐπὶ τοῦ Ὀρέστου, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 288, Εὐρ. Ὀρ. 254, κτλ.· οὕτως ἐπὶ βακχικῆς μανίας, ἐλαφρὰ λ. ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 851· θοαὶ λύσσης κύνες, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, αὐτόθι 977· λύσσῃ παράκοπος Ἀριστοφ. Θεσμ. 681· ἐπιτεταμ., λ. μαινὰς Σοφ. Ἀποσπ. 678· λύττα ἐρωτικὴ Πλάτ. Νόμ. 839A· λύσσα, μόνον, ἐπὶ ἐρωτικῆς μανίας, Θεόκρ. 3. 47. 3) προσωποπ., Λύσσα ἡ θεὰ τῆς λύσσης, τῆς μανίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 823. ΙΙ. κυνικὴ μανία, «λύσσα», Ξεν. Ἀν. 5. 7, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1. 2) ὁ ὑπὸ τὴν γλῶσσαν τῶν κυνῶν σκώληξ ἀφαιρούμενος ἐπειδὴ ἐπιστεύετο ὅτι παρῆγε τὴν λύσσαν, Πλίν. 29. 32. (Ἐντεῦθεν παράγονται τὰ ῥήματα λυσσάω, λυσσαίνω, κτλ.· ὁ Bopp παραβάλλει Σανσκρ. rush-yâmi (irasci, furere), rush (ira, furor).)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. λύττα;
rage :
1 rage des chiens;
2 rage ou fureur belliqueuse;
3 rage, fureur, frénésie.
Étymologie: DELG de λύκος.