ὀνομαστικός

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομαστικός Medium diacritics: ὀνομαστικός Low diacritics: ονομαστικός Capitals: ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: onomastikós Transliteration B: onomastikos Transliteration C: onomastikos Beta Code: o)nomastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilful at naming, Pl.Cra.424a ; of or belonging to naming, hence ἡ τέχνη ἡ ὀνομαστική ib.423d ; ἡ -κή alone, ib.425a.    II ἡ -κή (sc. πτῶσις) the nominative case, Str.14.1.41, D.T.636.5, A.D.Synt.107.4(pl.).    III τὸ -κόν (sc. βιβλίον) vocabulary, arranged acc. to the subjects, and not alphabetically as in a λεξικόν, such as the work of Jul. Pollux : -κά, τά, title of work by Democr. (Fr.26a).    IV Adv. -κῶς by a special name, Ath.14.646a ; in the nominative case, Hermog.Inv. 4.4.

German (Pape)

[Seite 349] zum Namen, bes. zum Nomen substantivum gehörig, substantivisch, S. Emp. adv. gramm. 239; auch adv., ibid. den Namen betreffend; ὁ ὀν., der im Namengeben erfahren, geschickt ist, Plat. Crat. 424 a; τέχνη ὀνομαστική, die Kunst des Namengebens, 423 d; τὸ ὀνομαστικόν, ein Namen- oder Wörterverzeichniß, in welchem die Wörter sachlich verzeichnet sind, wie das des Pollux; – ἡ ὀνομαστική, ac. πτῶσις, der Nominativus, Gramm; – auch adv., ὀνομαστικῶς, mit einem eigenen Namen, Schol. Il. 10, 160; κριβάνας πλακοῦντάς τινας ὀνομαστικῶς Ἀπολλόδωρος παρ' Ἀλκμᾶνι, Ath. XIV, 646 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομαστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 424Α· ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀνομάζειν, ὅθεντέχνη ὀνομαστική αὐτόθι 423D· ἡ ὀνομαστική (ἁπλῶς) 425Α. ΙΙ. ὡσαύτως ἡ ὀνομαστικὴ (ἐξυπ. πτῶσις), Στράβ. 648. ΙΙΙ. τὸ ὀνομαστικὸν (δηλ. βιβλίον), λεξικὸν κατατεταγμένον καθ’ ὕλην καὶ οὐχὶ κατ’ ἀλφάβητον (ὡς τὰ νῦν κυρίως λεξικά), οἷον εἶναι τὸ σύγγραμμα τοῦ Ἰουλ. Πολυδεύκους. IV. Ἐπίρρ. ὀνομαστικῶς, Ἀθήν. 646Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à donner un nom ; t. de gramm. ἡ ὀνομαστική (πτῶσις) le nominatif.
Étymologie: ὀνομάζω.