μολύβδαινα

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολύβδαινα Medium diacritics: μολύβδαινα Low diacritics: μολύβδαινα Capitals: ΜΟΛΥΒΔΑΙΝΑ
Transliteration A: molýbdaina Transliteration B: molybdaina Transliteration C: molyvdaina Beta Code: molu/bdaina

English (LSJ)

ἡ,

   A piece of lead, used as the sink of a fishing-line, Il.24.80.    2 bullet, μ. χερμαδία Luc.Lex.5.    3 plumb in a mason's line, Poll.7.125, 10.147.    II a metallic substance, prob. sulphuret of lead, galena, Hp.Mul.2.188, Arist.GA735b16, Dsc.5.85, Plin.HN34.173.    III a plant, Plumbago europaea, ib. 25.155.

German (Pape)

[Seite 200] ἡ, die Bleimasse, welche an die Angel befestigt wird, um sie tiefer in's Wasser hinein zu senken; μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὤρουσεν, Il. 24, 80; Bleikugeln zum Werfen, μολυβδαίνας χερμαδίους ἀράγδην ἔχων, Luc. Lexiph. 5, vgl. Alex. 25. – Bei Ath. V, 207 c, διὰ κεραμίδων (ἢ) μολυβδαινῶν (v. l. μολυβδινῶν), bleierne Gefäße. – Bei Diosc. u. Plin. H. N. 34 extr. ein künstliches, metallisches Product, Bleiglätte, Bleigelb. – Auch ein Kraut, Bleiwurz, plumbago, hieß so.

Greek (Liddell-Scott)

μολύβδαινα: Ἐπικ. -αίνη, ἡ, ὡς τὸ μολυβδίς, τεμάχιον μολύβδου, χρησιμεῦον ὅπως ἡ ἁλιευτικὴ ὁρμιὰ βυθίζηται ἐν τῇ θαλάσσῃ μετὰ τοῦ ἀγκίστρου, Ἰλ. Ω. 80· πρβλ. μόλιβος. 2) σφαῖρα, βλῆμα ἐκ μολύβδου, μ. χερμαδία Λουκ. Λεξιφ. 5, πρβλ. Ἀλέξ. 25. 3) ὁ μόλυβδος, ὁ κατὰ τὸ ἄκρον τοῦ σχοινίου τοῦ κτίστου, στάθμη, Πολυδ. Η´, 125., Ι´, 147. II. μεταλλική τις οὐσία, πιθ. θειϊκὸς μόλυβδος, Λατ. galena, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 1. 2. 5, πρβλ. Διοσκ. 5. 100, Πλίν. 34. 53· - τὸ τῶν νεωτέρων molybdenum εἶναι διάφορον μέταλλον. ΙΙΙ. φυτόν τι, plumbago Europaea, ὁ αὐτ. 25. 97.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 morceau de plomb attaché à l’hameçon;
2 balle de plomb.
Étymologie: μόλυβδος.