αἴξ

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴξ Medium diacritics: αἴξ Low diacritics: αιξ Capitals: ΑΙΞ
Transliteration A: aíx Transliteration B: aix Transliteration C: aiks Beta Code: ai)/c

English (LSJ)

αἰγός, ὁ, h(: dat. pl.

   A αἴγεσιν Il.10.486, αἴγεσσιν Choerob. in Theod.323; also Boeot. ἤγυς, = αἴγοις, IG7.3171:—goat, mostly fem., μηκάδας αἶγας Od.9.124; λεύκας αἶγος Sapph.7(s.v.l.), cf. Ar.Nu.71, Pl.Lg.639a, etc., but masc. in Od.14.106,530; also τῶν αἰγῶν τῶν τραγῶν Hdt.3.112:—once in Trag., S.Fr.793 (anap.).    2 αἲξ ἄγριος wild goat, prob. ibex (cf. αἴγαγρος), ἰονθάς Od.14.50; ἴξαλος Il.4.105; αἶγες ὀρεσκῷοι Od.9.155; ἀγρότεραι 17.295:—proverbs, αἲξ οὐρανία in Com. as a source of mysterious and suspected wealth, in allusion to the horn of Amalthea, Cratin.244; οὐράνιον αἶγα πλουτοφόρον Com.Adesp.8; αἲξ τὴν μάχαιραν (sc. ηὗρε), of those who 'ask for trouble', Zen.1.27; αἲξ οὔπω τέτοκεν 'don't count your chickens before they are hatched', 1.42; αἲξ Σκυρία· ἐπὶ τῶν τὰς εὐεργεσίας ἀνατρεπόντων· ἀνατρέπει γὰρ τὸ ἀγγεῖον ἀμελχθεῖσα Diogenian.2.33; αἲξ ἐς θάλασσαν· ἀτενὲς ὁρᾷς, ἐπὶ τῶν φιληδούντων 3.8; κἂν αἲξ δάκἡ ἄνδρα πονηρόν 5.87; οὐ δύναμαι τὴν αἶγα φέρειν, ἐπί μοι θέτε τὸν βοῦν Plu.2.830a; ἐλεύθεραι αἶγες ἀρότρων· ἐπὶ τῶν βάρους τινὸς ἀπηλλαγμένων Zen.3.69; κατ' αἶγας ἀγρίας, = ἐς κόρακας, Hsch., Diogenian.5.49; νοῦσος, αἶγας ἐς ἀγριάδας τὴν ἀποπεμπόμεθα Call.Aet.3.1.13; αἰγῶν ὀνόματα, of worthless objects, Suid.    3 the star Capella, Arat. 157.    II a water-bird, apparently of the goose kind, Arist.HA 593b23.    III fiery meteor, Arist.Mete.341b3.    IV in pl., waves, Artem.2.12. (Att. αἶξ, acc. to Hdn.Gr.1.937.)

Greek (Liddell-Scott)

αἴξ: αἰγός, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ αἴγεσιν, Ἰλ. Κ. 486. Αἴξ, γίδα, Λατ. caper, capra, παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ. ἀλλὰ ἀρσ. ἐν Ὀδ. Ξ. 106, 530· (πρβλ. τράγος)· ὁ μηκασμὸς αὐτῆς παρίσταται διὰ τῶν λέξεων μηκάομαι, μηκάς· τὸ μικρὸν λέγεται ἔριφος: ἀγέλαι αἰγῶν ἦσαν συνήθεις κατὰ τοὺς Ὁμηρ. χρόνους· πρβλ. αἰπόλιον, αἰπόλος· - ἅπαξ παρὰ Τραγ. Σοφ. Ἀποσπ. 962 (λυρ.). 2) αἴξ ἄγριος, ὁ αἴγαγρος· ἰονθάς (φέρων πώγωνα), Ὀδ. Ξ. 50 ἴξαλος (ἁλλόμενος, πηδῶν), Ἰλ. Δ. 105· φέρων κέρατα ἓξ σπιθαμῶν τὸ μῆκος, αὐτόθι 109· εἶναι ἀναμφιβόλως ὁ Λατ. καλούμενος ibex· τά: αἶγες ὀρεσκῷοι ἐν Ὀδ. Ι. 155· ἀγροτέραι ἐν Ρ. 294, καὶ ὁ αἴγαγρος, (ὃ ἴδε) δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς διάφορα εἴδη: παροιμ., αἴξ οὐρανία, παρὰ Κωμ. = πηγὴ μυστηριώδους καὶ ὑπόπτου πλούτου ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ κέρας τῆς Ἀμαλθείας, Κρατῖν. (Χείρωνες 21)· παρὰ Ζηνοβ. 1.26· οὐράνιον αἶγα πλουτοφόρον, Κωμ. Ἀνων. 281. 3) ὁ ὁμώνυμος Ἀστερισμός, Ἄρατ. 157. ΙΙ. πτηνὸν ὑδρόβιον, πιθαν. ἐκ τοῦ γένους τῶν χηνῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3. 16. ΙΙΙ. λαμπρὸν πυρῶδες μετέωρον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 6. IV. αἶγες = ὑψηλὰ κύματα, Ἀρτεμιδ. 2. 12, πρβλ. αἰγιαλός. (Ἐκ √ΑΙΓ πιθ. = ἄγι, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν Σανσκρ. aǵâ (ἀγγλ. goat, αἴξ) aǵas (ἔλαφος): ἡ ἐκ τοῦ ἀΐσσω παραγωγὴ πρέπει νὰ ἐγκαταλειφθῇ, ἐπειδὴῥίζα τοῦ ῥήματος τούτου εἶνε αἰκ: ἴδε Κούρτ. ἀρ. 120).

French (Bailly abrégé)

αἰγός (ἡ) :
1 chèvre, animal;
2 αἱ αἶγες grosses vagues.
Étymologie: R. Ἀγ, mener, pousser.