αἰπόλιον
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
τό,
A herd of goats, αἰπόλι' αἰγῶν Il.11.679, al., cf. Hdt.1.126, S.Aj.375 (lyr.), LXX Pr.24.66 (30.31).
II goat-pasture, AP9.101 (Alph.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 rebaño c. gen. αἰγῶν Il.2.474, Od.14.103, Hes.Th.445
•sin gen. rebaño de cabras τά τε αἰπόλια καὶ τὰς ποίμνας Hdt.1.126, cf. S.Ai.375, IPr.362.14 (IV a.C.), Alciphr.2.9.2, LXX Pr.30.31, Luc.Cat.3, Nonn.D.45.184.
2 pastizal de cabras, AP 9.101 (Alph.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
chèvre, animal ; τὰ αἰπόλια troupeau de chèvres.
Étymologie: αἰπόλος.
German (Pape)
τό, Ziegenherde, Hom. nur αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν Il. 2.474, 11.679, Od. 14.101, 103, αἶγας ἄγων (ἄγειν) αἳ πᾶσι μετέπρεπον (μέγ' ἔξοχοι) αἰπολίοισιν Od. 17.213, 20.174, 21.266; Her. neben ποῖμναι καὶ βουκόλια 1.126; Soph. Aj. 368 nur den βοῦς entgegengesetzt; Plut. Symp. 3.1 neben ποίμνια.
Russian (Dvoretsky)
αἰπόλιον: τό1) (преимущ. о козах) стадо Hom., Her., Soph., Plut.;
2) пастбище для коз Hom., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
αἰπόλιον: τό, ἀγέλη αἰγῶν, αἰπόλι’ αἰγῶν, Ἰλ. Λ. 679, καὶ ἀλλ.: ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 1. 126, Σοφ. Αἴ. 375 (λυρ.). ΙΙ. βοσκή, νομὴ αἰγῶν, Ἀνθ. Π. 9. 101.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
αἰπόλιον: τό,
I. κοπάδι από γίδες, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. βοσκή, βοσκότοπος για γίδες, σε Ανθ.
Middle Liddell
[from αἰπόλος
I. a herd of goats, Il., etc.
II. a goat-pasture, Anth.