ἄνισος

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνῐσος Medium diacritics: ἄνισος Low diacritics: άνισος Capitals: ΑΝΙΣΟΣ
Transliteration A: ánisos Transliteration B: anisos Transliteration C: anisos Beta Code: a)/nisos

English (LSJ)

ον (η, ον Aesar. ap. Stob.1.49.27),

   A unequal, uneven, Hp. Fract.37, Pl.Ti.36d, etc.; τὸ ἄ. inequality, Arist.EN1129b1, etc.; ἄ. πολιτεία, of an oligarchy, Aeschin.1.30: so of persons, οἱ ἄ. Arist. Pol.1280a13; ἄ. κατά τι ib.23; but also, not content with equality or justice, unjust, Id.EN1129a33, 1129b10; unfair, χεῖρες AP9.263 (Antiphil.). Adv. unequally, Hp.Art.61; unfairly, ἀ. σχεῖν πρός τινας D.24.168; ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1282b24.

German (Pape)

[Seite 238] (fem. ἀνίση?), ungleich, oft bei Plat. und sonst, πολιτεία, steht der Demokratie gegenüber, Aesch. 1, 5, wo nicht jeder Bürger gleichberechtigt ist; auch = unbillig, Xen. Cyr. 2, 2, 17; unrecht, χεῖρες Antiphil. 18 (IX, 263). So adv., ἀνίσως καὶ πλεονεκτικῶς ἔχειν πρός τινα Dem. 24, 168.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνῐσος: -ον, καὶ ἀδοκίμως -η, ον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 469: (ἴσος), ὁ μὴ ἴσος, ἄνισος, ἀνώμαλος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, Πλάτ. Τίμ. 36D, κτλ.: τὸ ἄνισον = ἡ ἀνισότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8, κτλ.: ― ἄν. πολιτεία, περὶ ὀλιγαρχίας, Αἰσχίν. 1. 24: ― οὕτως ἐπὶ προσώπων, οἱ ἄνισοι = οἱ ὀλιγαρχικοί, καὶ τὸ ἄνισον δοκεῖ δίκαιον εἶναι... ἀλλ’ οὐ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς ἀνίσοις Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 2· ἀν. κατά τι αὐτόθι 3. 13, 13· ἀλλὰ καὶ ὁ μὴ ευχαριστούμενος εἰς ἰσότητα ἢ δικαιοσύνην, ἄδικος, «ὄχι ἴσος ἄνθρωπος», ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8 καὶ 11. ΙΙ. ὁ ἀνίσως διανενεμημένος, ἄδικος: ― Ἐπίρρ., ἀνίσως αὐτὰ ἑωυτοῖσιν ἐκπίπτει Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἀν. ἔχειν πρός τινα, ἀνίσως φέρεσθαι, οὐχὶ ἀμερολήπτως, Δημ. 752. 17· ἀν. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inégal ; ἄνισος πολιτεία ESCHN gouvernement oligarchique;
2 inique, partial.
Étymologie: ἀ, ἴσος.