δινεύω
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
mostly in pres. and impf. (iter.
A δινεύεσκον Il.24.12), but aor. part. δινεύσας A.R.3.310:—also δῑνέω, A.Th.462: impf. ἐδίνεον, Ep. δίνεον Il.18.494, Od.9.384: aor. ἐδίνησα Il.23.840, A. Th.490: Aeol. δίννημι Sapph.1.11:—Med. (v. περιδ-):—Pass., δινεύομαι Arat.455, Opp.H.1.376: aor. ἐδινήθην Od.22.85 (as v. l.), E. Rh.353 (lyr.): pf. δεδίνημαι (ἀμφι-) Il.23.562: also impf. or plpf. δίνηντο from δίνημι, B.16.107.—Poet. Verbs, also in X. and Pl. and later Prose (v. infr.): (δίνη):—whirl, spin round, ἧκε δὲ δινήσας [τὸν σόλον] after whirling it, Il.23.840; ζεύγεα δινεύοντες driving them round a circle, 18.543; μοχλὸν ἑλόντες δινέομεν twirled the stake round in the Cyclops' eye, Od.9.388; δ. πτέρα Sapph.1.11; ἵππους, [ἀσπίδα], A.Th.462, 490; ὄμμα E.Or.1459 (lyr.):—Pass., whirl, roll about, ὄσσε . . πάντοσε δινείσθην Il.17.680; κάππεσε δινηθείς v.l. for ἰδνωθείς, Od.22.85; of a river, eddy, E.Rh.353 (lyr.); whirl round in the dance, X.An.6.1.9, prob. for δον- in Id.Smp.2.8; of tumblers, ἐπὶ τροχοῦ δινεῖσθαι Pl.Euthd.294e; writhe, ἐκ τῶν ἀλγηδόνων J.BJ6.2.10. 2 Pass., roam about, ἐδινεόμεσθα κατ' αὐτήν [νῆσον] Od.9.153; βροτῶν ἐπὶ ἄστεα δινηθῆναι 16.63; κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινήθην Pi.P.11.38. 3 ἀμφὶ χαίταις δίνηντο ταινίαι were twined, B. 16.107. II intr. in Act., whirl about, ὀρχηστῆρες ἐδίνεον Il.18.494; of tumblers, ἐδίνευον κατὰ μέσσους ib.606; of a warrior, ὅστις . . δινεύοι κατὰ μέσσον 4.541; δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος βάλε as it was circling in its flight, of a pigeon, 23.875: generally, δ. ἐν ἅρμασιν A.R.3.310; roam about, δινεύεσκ' ἀλύων παρὰ θῖν' ἁλός Il.24.12; δινεύων κατὰ οἶκον Od.19.67; ἀνὰ νῆσον ἐδίνεον A.R.2.695; δινεύων βλεφάροις look wildly about, E.Or.837 (dub.).
German (Pape)
[Seite 631] drehen, und intrans. = sich drehen. Homer: Iliad. 18, 543 ἀροτῆρες ζεύγεα δινεύοντες; Iliad. 18, 606 Odyss. 4, 19 ἐδίνευον κατὰ μέσσους, Tänzer, vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 62, 15; Odyss. 19, 67 δινεύων κατὰ οἶκον, sich umhertreiben; Iliad. 4, 541 ὅς τις δινεύοι κατὰ μέσσον, sich bewegen, auf dem Schlachtfelde; Iliad. 24, 12 δινεύεσκ' ἀλύων παρὰ θῖν' ἁλός, unruhig umherwandeln; Iliad. 23, 875 τῇ ῥ' ὅ γε δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος βάλε μέσσην, eine in der Luft kreisende Taube. – Eur. Phoen. 798; öfter sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1184 Opp. H. 1, 376.
Greek (Liddell-Scott)
δῑνεύω: συνήθως κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (Ἰων. δινεύεσκον Ἰλ. Ω. 12), ἀλλὰ μετοχ. ἀορ. δινεύσας, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 310· - ὡσαύτως δῑνέω, Αἰσχύλ. Θήβ. 462· παρατ. ἐδίνεον, Ἐπ. δίνεον Ἰλ. Σ. 494, Ὀδ. Ι. 384· ἀόρ. ἐδίνησα Ἰλ. Ψ. 840, Ἀττ. -Μέσ. (πρβλ. περιδ-). -Παθ., δινεύομαι Ἄρατ., Ὀππ.· ἀλλ’ ἀόρ. ἐδινήθην Ὀδ. Χ. 85, Εὐρ.· πρκμ. δεδίνημαι (ἀμφι-) Ἰλ. Ψ. 562. -Ποιητ. ῥήματα ἐν χρήσει ἅπαξ ἢ δὶς παρὰ Ξεν. καί Πλάτ. (πρβλ. δίνω, δίνη, δῖνος). Περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω, στρηφογυρίζω, ἧκε δὲ δινήσας [τόν σόλον], περιστρέψας [τόν δίσκον], Ἰλ. Ψ. 840· ζεύγεα δινεύοντες, στρέφοντες αὐτὰ κυκλοειδῶς, Σ. 543· μοχλὸν ἑλόντες δινέομεν, περιστρέφομεν τὸν μοχλὸν ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, Ὀδ. Ι. 388· δινεῖν ἵππους, ἀσπίδα Αἰσχύλ. Θήβ. 462. 490· ὄμμα Εὐρ. Ὀρ. 1459. -Μέσ., περιστρέφομαι, συστρέφομαι, ὄσσε… πάντοτε δινείσθην Ἰλ. Ρ. 680, πρβλ. Π. 792· κάππεσε δινηθεὶς (ἰδνωθεὶς Hentze) Ὀδ. Χ. 85· ἐπὶ ποταμοῦ, Εὐρ. Ρήσ. 253· περιστρέφομαι κατὰ τὸν χορόν, ἐδινεῖτο Ξέν. Ἀν. 6. 1, 9, πρβλ. Συμπ. 2, 8· ἐπὶ κυβιστητῆρος, ἐπὶ τροχοῦ δινεῖσθαι Πλάτ. Εὐθυδ. 294Ε. 2) περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, Λατ. versari, ἐδινεόμεσθα κατ’ αὐτὴν [νῆσον] Ὀδ. Ι. 153· βροτῶν ἐπὶ ἄστεα δινηθῆναι Π. 63, πρβλ. Πίνδ. Π. 11. 38. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ. ἀκριβῶς ὡς τό μέσ., περιστρέφομαι, ὀρχηστῆρες ἐδίνεον Ἰλ. Σ. 494· ἐπὶ κυβιστητήρων, ἐδίνευον κατὰ μέσσους αὐτόθι 606· ὡσαύτως ἐπὶ πολεμιστοῦ, ὅστις… δινεύοι κατὰ μέσσον Δ. 541· δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος βάλε, ποιοῦσαν κύκλους ἐν τῇ πτήσει αὐτῆς, ἐπὶ περιστερᾶς, Ψ. 875· καθόλου, περιφέρομαι, δινεύεσκ’ ἀλύων παρὰ θῖν’ ἁλὸς Ω. 12· δινεύων κατὰ οἶκον Ὀδ. Τ. 67· δινεύων βλεφάροις, βλέπων ἀγρίως πέριξ, περιβλέπων, Εὐρ. Ὀρ. 837.
French (Bailly abrégé)
c. δινέω.