καθοσιόω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθοσιόω Medium diacritics: καθοσιόω Low diacritics: καθοσιόω Capitals: ΚΑΘΟΣΙΟΩ
Transliteration A: kathosióō Transliteration B: kathosioō Transliteration C: kathosioo Beta Code: kaqosio/w

English (LSJ)

   A dedicate, ἄγαλμα Poll.1.11, cf. OGI 383.109, al. (Commagene, i B. C.), SIG799.6 (Cyzicus, i A. D.):—Med., ὃν τοῖσδε βωμοῖς θεὰ καθωσιώσατο E.IT1320:—Pass., ἐπεὶ δὲ βωμῷ πόπανα καὶ προθύματα καθωσιώθη Ar.Pl.661, cf. D.H.2.23; καθωσιωμένος τινί devoted, of a person, Hdn.7.6.4; -ωμένοι νόμοι Ph.2.581; στρατιῶται Just.Edict.13.9.    2 betroth, J.BJ1.24.5.    3 κ. πόλιν καθαρμοῖς purify, Plu.Sol.12.

German (Pape)

[Seite 1289] heiligen, weihen, opfern, πόπανα καὶ θύματα καθωσιώθη Ar. Plut. 660, Sp., wie D. Hal. 2, 23; auch im med., Eur. I. T. 4320; sich weihen, τινί, z. B. φίλτατόν τε ὄντα καὶ καθωσιωμένον τῷ Μαξιμίνῳ Hdn. 7, 6, 10; – reinigen, τὴν πόλιν καθαρμοῖς Plut. Sol. 12.

Greek (Liddell-Scott)

καθοσιόω: ὡς τὸ καθιερόω, ἀνατίθημι, ἀφιερῶ, ἄγαλμα Πολυδ. Α΄, 11: - Μέσ., ὃν θεῷ καθωσιώσατο Εὐρ. Ι. Τ. 1320: Παθ., ἐπεὶ δὲ βωμῷ πόπανα καὶ προθύματα καθωσιώθη Ἀριστοφ. Πλ. 661, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 23· καθωσιωμένος τινί, ἀφωσιωμένος εἴς τινα, ἐπὶ προσώπων, Ἡρῳδιαν. 7. 6, πρβλ. Εὐστ. Ἱστ. Ἐκκλ. 9. 1. 2) καθ. πόλιν καθαρμοῖς, ἁγνίζειν, Πλουτ. Σόλων 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 consacrer, offrir en sacrifice;
2 sanctifier, purifier, acc.;
Moy. καθοσιόομαι-οῦμαι faire consacrer pour soi.
Étymologie: κατά, ὁσιόω.