παραπλάζω
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
used by Hom. in aor. Act. παρέπλαγξα and Pass. -επλάγχθην :—
A cause to wander from the right way, of seamen, drive out of their course, ἀλλά με . . Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Od.9.81, cf. 19.187 : metaph., lead astray, perplex, παρέπλαγξεν δὲ νόημα 20.346 ; αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν Pi.O.7.31 :—Pass., παρεπλάγχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰὸς χαλκοβαρής the arrow went aside, Il.15.464 ; ποῖ παρεπλάγχθην γνώμης ἀγαθῆς ; E.Hipp.240 : abs., err, be wrong, Pi.N. 10.6. II Act. intr., go astray, κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε Nic. Th.757.
German (Pape)
[Seite 494] (s. πλάζω), vorbeitreiben, machen, daß Einer vom rechten Wege abirrt, verschlagen; bes. von Seefahrern, ἀλλά με βορέης παρέπλαγξεν Κυθήρων, Od. 9, 81. 19, 187; pass., παρεπλάγχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰός, Il. 15, 464; übertr., παρέπλαγξεν δὲ νόημα, verwirren, Od. 20, 346; παρέπλαγξαν σοφόν, Pind. Ol. 7, 31; οὐδὲ παρεπλάγχθη, N. 10, 6; παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς, Eur. Hipp. 240; sp. D., wie Nonn. D. 29, 55 Man. 1, 94, die es auch in intrans. Bdtg brauchen, κραδίη δὲ παραπλάζουσα μέμηνε, Nic. Ther. 757. – Selten in später Prosa, ἐξέβης τῶν χρηστῶν ἐπιτηδευμάτων καὶ παρεπλάγχθης τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, D. Hal. 11, 13.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλάζω: μέλλ. -πλάγξω· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατ’ ἀόρ. ἐνεργ. καὶ παθ. Παραπλανῶ, κάμνω τινὰ νὰ πλανηθῇ ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, ἐπὶ ναυτῶν, παραπλανῶ ἐκ τῆς πορείας αὐτῶν, ἀλλά με.. Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Ὀδ. Ι. 81, πρβλ. Τ. 187· - μεταφορ., παραπλανῶ, περιπλέκω, παρέπλαγξε δὲ νόημα Υ. 346· αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφὸν Πινδ. Ο. 7. 56. - Παθ., παρεπλάχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰὸς χαλκοβαρής, τὸ βέλος παρετράπη, Ἰλ. Ο. 464· ποῖ παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς; Εὐρ. Ἱππ. 240· ἀπολ., πλανῶμαι, σφάλλομαι, Πινδ. Ν. 10. 10. - Τὸ ἐνεργ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας, παραπλανῶμαι, παρεκτρέπομαι, Νικ. Θηρ. 757, κλ.
French (Bailly abrégé)
f. παραπλάγξω, ao. παρέπλαγξα, ao. Pass. παρεπλάγχθην;
1 écarter du droit chemin, faire dévier de, gén. ; Pass. dévier;
2 égarer l’esprit, troubler la raison, acc. ; Pass. avoir l’esprit égaré ; avec le gén. : γνώμης ἀγαθῆς EUR être hors de son droit sens.
Étymologie: παρά, πλάζω.