πυρακτέω
From LSJ
English (LSJ)
A turn in the fire: hence, harden in the fire, char, Od.9.328. II burn, Nic.Th.688.
German (Pape)
[Seite 819] im Feuer herumdrehen, u. so anglühen, härten, ἐπυράκτεον ἐν πυρὶ κηλέῳ, Od. 9, 328; vgl. Plut. amat. 17; anzünden, -brennen, Nic. Th. 688.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρακτέω: (ἄγω) ἀναστρέφω εἰς τὸ πῦρ, κυρίως ξύλον, ἕως οὗ πυρακτωθῇ καὶ σκληρυνθῇ καὶ καταστῇ δαλός, «ἐμπυρεύω» (Ἡσύχ.) ἐπυράκτεον τὸν μοχλὸν πυρὶ κηλέῳ Ὀδ. Ι. 328. ΙΙ. καίω, Νικ. Θηρ. 688.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. impf. ἐπυράκτεον;
mettre dans le feu, faire rougir ou durcir au feu, acc..
Étymologie: πῦρ, ἀκτός, adj. verb. de ἄγω.