ἀλεείνω
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
[ᾰ], Ep., only pres. and impf. (exc. aor.
A ἀλεεῖναι Man.6.736): (ἀλέα A, ἄλη):—avoid, shun, mostly c. acc. rei, θυμὸν ὀπίζομαι ἠδ' ἀλεείνω Od.13.148, al.; κῆρ' ἀλεείνοντες Hes.Fr.96.83 : abs., ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινε evaded [my question], Od.4.251 : less freq. c. acc. pers., ἀλέεινε δ' ὑφορβόν 16.477, cf. h.Merc.239 codd.: c. inf., κτεῖναι μέν ῥ' ἀλέεινε Il.6.167; ἀλεξέμεναι ἀλέεινε 13.356, cf. Antim.53:—also in Luc.Dem.Enc.23. II intr., shrink, ἄψ τ' ἀλέεινεν A.R.3.650.
German (Pape)
[Seite 91] = ἀλέομαι, fast nur praes. u. impf., aor. ἀλεεῖναι bei Maneth. 6, 736, vermeiden, fliehen, oft Hom., κῆρα, dcn Tod, in dem öfters gebrauchten Verse ἄψ δ' ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχὰζετο κῆρ' ἀλεείνων z. B. Iliad. 3, 32; θυμόν, den Zorn, Od. 18, 148, θεοπροπέην Iliad. 16, 36. ll, 794; mit inf. κτεῖναι μέν ρ' ἀλέεινε Il. 6, 167, ἀλεξέμεναι 13, 356; absolut, ausweichen, Od. 4, 251; – H. h. Msrc. 239; ἂψ ἀλέει νεν εἴσω, er zog sich nach Innen zurück, Ap. Rh. 3, 650.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεείνω: [ᾰλ], Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατατ. (πλὴν τοῦ ἀορ. ἀλεεῖναι, Μανέθ. 6, 736): (ἀλέα (Β), ἄλη) ὅμοιον τῷ ἀλέομαι, ἀποφεύγω, ἀποκλίνω· κυρίως μ. αἰτ. πράγ. θυμὸν ὀπίζομαι ἠδ’ ἀλεείνω, Ὀδ. Ν. 148, καὶ ἀλλ.· ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινε, ἀπέφυγε [ἐνν. τὴν ἐρώτησίν μου], Δ. 251· σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσώπ., ἀλέεινε δ’ ὑφορβόν, Π. 477· πρβλ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 239· μετ’ ἀπαρεμ., κτεῖναι μέν ῥ’ ἀλέεινε, Ἰλ. Ζ. 167· ἀλεξέμεναι ἀλέεινε, Ν. 356. - ὡσαύτ. ἐν Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 23. II. ἀμετάβ., ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 650.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et inf. ao.
éviter, esquiver, échapper.
Étymologie: cf. ἀλέομαι.